2. Για τους κατοίκους της Περιφέρειας και μάλιστα τους νησιώτες το κράτος πρέπει να είναι δυναμική και όχι στατική έννοια και ως εκ τούτου η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως προς το διοικητικό της σκέλος αποτελεί συνέχειά του με άλλη όμως ιδιότητα και αποστολή. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στο σκέλος αυτό πρέπει να εξειδικεύει, να δρα κανονιστικά και να εφαρμόζει τις γενικές κατευθύνσεις ανάπτυξης που σε επιτελικό επίπεδο και μόνο πρέπει να εκπονούνται κεντρικά, από το σημερινό δηλαδή κράτος. Επομένως αυτό ως προς τη διοικητική διάρθρωση, δεν μπορεί να αποτελεί μηχανισμό δυο μέτρων και δυο σταθμών αλλά να είναι ενταγμένο μέσα σε μια ενιαία λογική και σε συγκεκριμένη σχέση με τη Τ.Α. Ο ρόλος των Υπουργείων είναι να μελετούν και να δίνουν κατευθύνσεις ανάπτυξης στρατηγικού χαρακτήρα σε επί μέρους τομείς για ολόκληρη τη χώρα, οι οποίες εξειδικεύονται, εμπλουτίζονται και υλοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές τις εγγύτητας και της επικουρικότητας στο σύνολό τους από τις αμέσως επόμενες βαθμίδες διοίκησης που αποτελούν οι ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού, όπως συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες στις πραγματικά ανεπτυγμένες κοινωνίες.
3. Ο διοικητικός μηχανισμός των ΟΤΑ πρέπει να έχει δυνατότητα παραγωγής και θεσμοθέτησης κανονιστικών πράξεων σε κρίσιμους αναπτυξιακούς τομείς. Το γεγονός αυτό απεικονίζεται έστω και αμυδρά στις προβλέψεις του Συνταγματικού Νομοθέτη με την συνταγματική ρύθμιση ότι με Νόμο, «κρατικές αρμοδιότητες» μπορούν να μεταβιβάζονται στους Ο.Τ.Α. (άρθρο 102.) Στην πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος δεν επιχειρήθηκε για μια ακόμη φορά η ευθεία αναγνώριση των αρμοδιοτήτων της Τ.Α. σε σχέση με τις λεγόμενες κρατικές, αλλά επαφίεται και πάλι στη διακριτική ευχέρεια του κεντρικού κρατικού μηχανισμού να αποκεντρώνει αρμοδιότητες προς την Τ.Α. τις περισσότερες φορές δίκην ελεημοσύνης. Αναγκαίο γεγονός στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος η σχέση κράτους – Τ.Α να είναι η κορυφαία προτεραιότητα.
4. Θα πρέπει να περιγραφούν ρητά οι μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες και οι αντίστοιχοι πόροι. Αυτό σημαίνει ότι:
• Στον τομέα της Δημόσιας διοίκησης, άρση του διαχωρισμού μεταξύ κρατικών και αυτοδιοικητικών υπαλλήλων. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να υπάγονται λειτουργικά στο φορέα που υπηρετούν και να έχουν τα ίδια δικαιώματα ως προς τις υπηρεσιακές μεταβολές αφού δεν μπορεί να υπάρχει ασυνέχεια μεταξύ κράτους και Τ.Α. Να δημιουργηθούν ισχυρές και ανεξάρτητες διοικητικές δομές που θα είναι ικανές να αντεπεξέλθουν αυτόνομα σε όλες τις συνθήκες (δημόσια έργα, πολιτική υγείας – πρόνοιας, εκπαίδευση κλπ). Η κάλυψη των αναγκών των αυτοδιοικητικών υπηρεσιακών μονάδων πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με μόνιμο προσωπικό πλήρους απασχόλησης το οποίο θα προσλαμβάνεται βάσει του αντίστοιχου οργανισμού και μετά από αξιολόγηση από τις αποκεντρωμένες μονάδες ΑΣΕΠ που πρέπει να δημιουργηθούν μια για κάθε νέο Β βάθμιο ΟΤΑ. Καλλίτερο μισθολόγιο και κίνητρα για όσους υπηρετούν σε μικρά νησιά.
• Στον τομέα των δημοσίων έργων, ανάλογα με την εμβέλειά τους να ορίζονται οι φορείς υλοποίησης στους οποίους μεταβιβάζονται οι αντίστοιχοι πόροι για την εκτέλεσή τους. Έτσι, έργο νομαρχιακού επιπέδου ή νέας περιφέρειας, δεν νοείται να το εκτελεί Υπουργείο ή πολύ χειρότερα «συναρμόδια» Υπουργεία, παρά μόνο η (νέα) περιφέρεια. Το ίδιο για έργα Δημοτικού επιπέδου, ο (νέος) Δήμος. Καθορισμός επομένως των αρμοδιοτήτων, απάλειψη αλληλοεπικαλύψεων και μεταβίβαση των αντίστοιχων πόρων και αρμοδιοτήτων στους δυο βαθμούς αυτοδιοίκησης. Ειδική πρόνοια για τις νησιωτικές περιοχές με έμφαση στην αυτοτέλεια σε επίπεδο νησιού.
• Στον τομέα της πολεοδομίας - χωροταξίας, ο οποίος αναμφίβολα είναι αναπτυξιακός τομέας, οι τοπικές κοινωνίες όπως θεσμικά εκπροσωπούνται πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο πράγμα που δυστυχώς σήμερα δεν συμβαίνει αφού τόσο ο Α’ όσο και ο Β’ βαθμός Τ.Α. είναι πλήρως αποψιλωμένοι από αυτή την αρμοδιότητα. Έτσι για μια απλή οριοθέτηση οικισμού στη χώρα μας σήμερα απαιτείται διαδικασία Προεδρικού Διατάγματος (4 – 5 ετών) όταν σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο τα περισσότερα σχέδια θεσμοθετούνται σε επίπεδο κυρίως πρωτοβάθμιας αλλά και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης.
5. Οφείλουμε να δούμε τη διοικητική δομή της χώρας με αυτό το «μάτι» για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο το οποίο αποτελεί τη διοικητική μεταρρύθμιση.
6. Σύμφωνα με τα παραπάνω τεκμηριώνουμε επαρκώς τις θέσεις μας για το επόμενο στάδιο της χωρικής κατανομής. Έτσι για τον Α Βαθμό Τ.Α. προτείνουμε ένα δήμο για το νησί της Κέρκυρας με τη λογική της ισχυρής Περιφέρειας που θα είναι ικανή να σχεδιάσει και να εφαρμόσει αυτοτελώς τις πολυπόθητες «νησιωτικές πολιτικές».
ΑΡΧΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Στις 10.1.2010 κατατέθηκε από την Κυβέρνηση για δημόσια διαβούλευση η πρόταση για τη νέα αρχιτεκτονική της Τ.Α. με τον τίτλο «πρόγραμμα Καλλικράτης».
Σαν πρώτη επισήμανση, αναγνωρίζουμε ότι γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια για την μεταρρύθμιση την διοικητικής δομής που έχει ανάγκη η χώρα μας, που όμως υπολείπεται των αυξημένων προσδοκιών μας αφού κατά την κρίση μας δεν τολμά την ευθεία ανατροπή της σημερινής σχέσης κράτους – Τ.Α. επικαλούμενη Συνταγματικά κωλύματα. Στην ουσία όμως το ισχύον Σύνταγμα δεν είναι απαγορευτικό για οποιαδήποτε τομή. Απλά έχει δημιουργηθεί ένα σαθρό περίβλημα ερμηνειών και παρερμηνειών γύρω του, ενίοτε εσκεμμένα, προκειμένου να διαιωνίζεται η συγκεντρωτική πρακτική. Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να αλλάξει η υπό εξέλιξη μεταρρύθμιση και να λειτουργήσει σαν προμετωπίδα με συγκρουσιακή λογική. Πρέπει δηλαδή να λειτουργήσει έτσι ώστε να διαμορφώσει αποκεντρωτικές δομές που θα οδηγήσουν σε «ντε φάκτο» Συνταγματική αναθεώρηση, στη επόμενη Βουλή. Διαφορετικά η καθυστέρηση θα είναι πολύχρονη.
Έχουμε λοιπόν την άποψη:
1. Στις προβλέψεις για την αποκεντρωμένη δομή του κράτους (η οποία σχετίζεται άμεσα κυρίως με το Β΄ Βαθμό αυτοδιοίκησης):
1.1. θεωρούμε ότι πρέπει να επανεξετασθεί ο προτεινόμενος θεσμός της «Γενικής Διοίκησης» η οποία παρά τις καλές ενδεχομένως προθέσεις, είναι δυνατόν ο θεσμός αυτός να λειτουργήσει και πάλι σαν το «μακρύ χέρι» του κράτους στα τοπικά δρώμενα. Πιστεύουμε ότι τα συνταγματικά προβλήματα μπορούν να ξεπερασθούν με τις υφιστάμενες λειτουργίες του κράτους σε κεντρικό επίπεδο αναδιαρθρώνοντας τον οργανισμό και τη χωρική κατανομή τους έτσι ώστε να εξυπηρετούν άμεσα περιφερειακές ανάγκες. Αυτό, μέχρι την επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, χωρίς να έχουμε δημιουργήσει ένα ολόκληρο θεσμό και μια νέα κρατική δομή έστω και με τη μορφή της (συγκεντρωμένης) αποκέντρωσης που είναι πιθανόν να οδηγήσει σε κρατικίστικη πρακτική που δύσκολα θα μπορέσει μελλοντικά να ανατραπεί. Η πλέον χρήσιμη και απαιτητή αρμοδιότητα η οποία πρέπει να μεταβιβασθεί στην αιρετή περιφέρεια, είναι αυτή δυνατότητας θεσμοθέτησης χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, η οποία όμως λόγω της τεράστιας νομολογίας που έχει δημιουργηθεί από το ΣτΕ (το οποίο επικαλείται και αντίστοιχα ερμηνεύει το αρθρ. 24 του Συντάγματος), δεν μπορεί να μεταβιβασθεί ούτε στις αποκεντρωμένες δομές του κράτους (βλ. Γενική Διοίκηση). Την αρμοδιότητα αυτή σύμφωνα με την ολομέλεια του ΣτΕ, μπορεί να την ασκεί κατά τεκμήριο μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Επομένως η Γενική Διοίκηση μάλλον δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο σημαντικότερο κατά την γνώμη μας λόγο ύπαρξής της, αυτόν της θεσμοθέτησης χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, μέχρι την επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.
2. Σε σχέση με το Β΄ βαθμό Τ.Α.:
2.1. Αν τολμήσουμε την ολική ανατροπή και θεωρήσουμε ότι οι αιρετές Περιφέρειες είναι οι μοναδικοί θεσμοί για τους οποίους συντρέχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας για τη χάραξη και υλοποίηση της περιφερειακής πολιτικής δρώντας και κανονιστικά χωρίς κρατική παρεμβατικότητα (έστω και με τη μορφή του αποκεντρωμένου κράτους), τότε πράγματι έχει έννοια η δημιουργία ισχυρών μονάδων τόσο θεσμικά όσο οικονομικά αλλά και γεωγραφικά και επομένως θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε αυτοτελώς τις πολυπόθητες νησιωτικές πολιτικές.
2.2. Στο υπό εξέταση Σ/Ν, πρέπει να οριοθετηθούν επακριβώς οι αρμοδιότητες της αιρετής Περιφέρειας, να προστεθούν σ’ αυτές οι δράσεις για το ΕΣΠΑ ή η διαχείριση οποιονδήποτε κοινοτικών ή άλλων κονδυλίων που αφορούν σε περιφερειακό επίπεδο και να προστεθούν ακόμα και αυτές που σήμερα θεωρούμε «κρατικές» όπως για παράδειγμα η διαχείριση του δασικού πλούτου, ο πολεοδομικός σχεδιασμός κλπ, ανεξάρτητα με το ποιος θα έχει την τελική υπογραφή ή αρμοδιότητα θεσμοθέτησης κανονιστικών πράξεων. Σ’ αυτή τη λογική μπορούν να ενταχθούν ακόμη και τα δημόσια κτήματα. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε αναγκαστικά και με το πλήρωμα του χρόνου να ρυθμίσουμε άπαξ δια παντός τα όποια Συνταγματικά κωλύματα τα οποία τις περισσότερες φορές είναι επίπλαστα και απόρροια δικαστικών αποφάσεων και όχι πολιτικών επιλογών.
2.3. Παράλληλα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να ανατρέψουμε όλο το γραφειοκρατικό οικοδόμημα που καταδυναστεύει την αναπτυξιακή διαδικασία. Για παράδειγμα, αν μιλήσουμε μόνο για τον τεχνικό τομέα, σήμερα στο νησί μας λειτουργούν δύο Συμβούλια Χωροταξίας (ΣΧΟΠ Νομαρχίας και Περιφέρειας) τα οποία ενίοτε συνδυάζονται με το αντίστοιχα «κεντρικό» ( ΥΠΕΧΩΔΕ ) και ορισμένες φορές γνωματεύουν παραπληρωματικά με άλλα Συμβούλια η επιτροπές (ΕΠΑΕ, Αρχαιολογικές Υπηρεσίες) στα οποία αν προστεθούν οι «συναρμοδιότητες» ορισμένων Υπηρεσιών ή Υπουργείων και ενίοτε οι παρεμβατικότητες πολιτικού περιεχομένου, δημιουργούν ένα μίγμα εκρηκτικό. Πρέπει επομένως δια του υπό εξέταση Νομοσχεδίου να ξεκαθαρισθεί άπαξ και μονοσήμαντα το ποιος κάνει τι. Δίχως συναρμοδιότητες και δίχως αλληλοεπικαλύψεις.
2.3.1. Προτείνουμε τη δημιουργία ενός και μόνο πραγματικού Συμβουλίου Χωροταξίας – Περιβάλλοντος με τη συμμετοχή διαφόρων φορέων το οποίο θα εξετάζει όλα τα χωροταξικά - πολεοδομικά και περιβαλλοντικά θέματα σε επίπεδο Περιφέρειας, η γνώμη του οποίου θα είναι δεσμευτική ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η τελική αρμοδιότητα θέσπισης κανονιστικών διατάξεων ανήκει στην κεντρική διοίκηση.
2.3.2. Για τον κτιριακό τομέα προτείνουμε τη δημιουργία ενός και μόνο ισχυρού οργάνου ελέγχου του δομημένου περιβάλλοντος και του κτιριακού μας πλούτου (μετεξέλιξη - συσσωμάτωση της ΕΠΑΕ) ανεξάρτητα με τη χρονολογία δημιουργίας του κτίσματος, το οποίο σε επίπεδο αιρετής Περιφέρειας θα έχει β’ βάθμια λειτουργία ενώ η πρωτοβάθμια πρέπει να είναι σε επίπεδο νέων Δήμων. Το όργανο αυτό μπορεί να ασκεί εποπτεία και σε επίπεδο εφαρμογής των κανόνων της πολεοδομικής νομοθεσίας (δειγματοληπτικός έλεγχος στις οικοδομές κλπ). Απαιτείται η δημιουργία μιας ισχυρής υπηρεσίας χωροταξικού – πολεοδομικού σχεδιασμού η οποία θα είναι υπεύθυνη για την υλοποίηση της χωροταξικής πολιτικής υπό ενιαίο πρίσμα για όλη την Περιφέρεια, θα συντονίζει και θα παρέχει τεχνογνωσία στους Ο.Τ.Α Α βαθμού και θα εξειδικεύει τις εθνικές επιλογές σε τοπικό επίπεδο.
2.3.3. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με τα δημόσια έργα. Όλα τα έργα περιφερειακού επιπέδου (διαδημοτικά) να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται αποκλειστικά από την Περιφέρεια. Στις αρμοδιότητες της Περιφέρειας στο τομέα αυτό μπορούν να ανήκουν ακόμα και αυτά που σήμερα θεωρούνται «κρατικά» όπως λιμενικές υποδομές, περιφερειακά νοσοκομεία κλπ.
2.3.4. Τα θέματα που αφορούν στο περιβάλλον (περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, έλεγχοι, χάραξη γραμμής αιγιαλού και παραλίας, οριοθέτηση ρεμάτων, έλεγχος ρύπανσης, οριοθετήσεις περιοχών περιβαλλοντικής αξίας, natura 2000 κλπ) πρέπει να είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της αιρετής Περιφέρειας με τη δημιουργία της αντίστοιχης δομής πολλαπλών ειδικοτήτων, να συσχετίζονται με το ισχυρό ΣΧΟΠ που προαναφέραμε και να καταργηθούν οι σημερινές γραφειοκρατικές διαβαθμίσεις διαφόρων επιπέδων καθώς επίσης οι «συναρμοδιότητες» (Δνσεις Υγείας, βιομηχανίας, ΚΥΔ, Λιμεναρχείων κλπ). Το κράτος με την έννοια της κεντρικής διοίκησης μπορεί να ασκεί μόνο εποπτεία.
3. Α’ βαθμός αυτοδιοίκησης,
3.1. Αυτός πρέπει να αποτελέσει το κύτταρο του σχεδιασμού και υλοποίησης της ανάπτυξης υπό το πρίσμα του τεκμηρίου της αποκλειστικής αρμοδιότητας σχεδιασμού και διαχείρισης των τοπικών υποθέσεων και όλων όσων δηλαδή λαμβάνουν χώρα εντός των διοικητικών του ορίων και παράλληλα δεν αποτελούν διαδημοτικές δράσεις. Η γενική αρχή πρέπει να είναι «κοντά στον πολίτη». Παράλληλα πρέπει να οριοθετηθούν επακριβώς οι απαιτούμενοι πόροι.
3.2. Έτσι, όσον αφορά στις αρμοδιότητες, επειδή αυτές πρέπει να είναι το σύνολο σχεδόν των όσων λαμβάνουν χώρα εντός των διοικητικών του ορίων, αντί να τις κατονομάσουμε επακριβώς, είναι πιο εύκολο να προδιαγράψουμε όσες δεν θα ασκούνται από τις νέες αυτές δομές.
3.3. Πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ισχυρών τεχνικών υπηρεσιών αφού από αυτές πρέπει να προγραμματίζονται και να εκτελούνται τα περισσότερα δημόσια έργα εντός των διοικητικών τους ορίων.
3.4. Επίσης πρωταρχικό στόχο πρέπει να αποτελέσει ο έλεγχος του δομημένου περιβάλλοντος με τη δημιουργία ισχυρών δομών πολεοδομικών εφαρμογών και κυρίως μηχανισμών ελέγχου που θα λειτουργούν τόσο στην έδρα όσο και στις επί μέρους χωρικές ενότητες του νέου Δήμου.
3.5. Στον τομέα του χωρικού σχεδιασμού επίσης οι νέοι Δήμοι πρέπει να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο ιδίως στον τομέα των Ρυμοτομικών Σχεδίων με τη δημιουργία των αντίστοιχων υποδομών και υπηρεσιών, αφού η δράση αυτή τους αφορά αποκλειστικά. Η αρμοδιότητα έγκρισης της πράξης εφαρμογής των σχεδίων πόλεων πρέπει να περιέλθει στους Δήμους.
4. Σημαντικό κεφάλαιο το οποίο δεν αντιμετωπίζεται στο υπό εξέταση νομοσχέδιο, είναι η νησιωτική ιδιαιτερότητα.
4.1. Πρωταρχικός στόχος για την εφαρμογή της ανάλογης πολιτικής πρέπει να είναι η δημιουργία πολλαπλών ισχυρών νησιωτικών πόλων εντός των οποίων θα ασκούνται εκτός από τις αρμοδιότητες Τ.Α. Α και Β βαθμού, και οι λεγόμενες «κρατικές». Αυτό επιβάλει και το θεσμοθετημένο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο με την πρόνοια για δημιουργία «πολυπολικού συστήματος» στο νησιωτικό χώρο. Έτσι, θα πρέπει να επιλεγούν πόλεις – πόλοι στις λειτουργίες των οποίων θα προστίθενται απαραιτήτως, οι ελάχιστες «κρατικές υπηρεσίες» οι οποίες καθιστούν την ευρύτερη περιοχή αυτοτελή διοικητική οντότητα, δίχως ο κάτοικος του νησιού να αναγκάζεται να καταφεύγει στην πρωτεύουσα της περιφέρειας ή του νομαρχιακού διαμερίσματος. Πρέπει επομένως η αρχή αυτή αν δεν προσδιορισθεί αναλυτικά, τουλάχιστο να θεσμοθετηθεί σε επίπεδο κατεύθυνσης στο υπό εξέταση νομοσχέδιο και στη συνέχεια να εξειδικευθεί με αντίστοιχο Π.Δ.
4.2. Σημαντικότατο κεφάλαιο για την ανάπτυξη των νησιών αποτελούν οι μεταφορές.
4.2.1. Δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους προσδοκώμενη ανάπτυξη αν δεν σχεδιασθεί και υλοποιηθεί ένα επαρκές και προσβάσιμο από όλους σύστημα μεταφορών - επικοινωνίας τόσο με το κέντρο όσο και μεταξύ των νησιών, με μέριμνα του κράτους με έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές.
4.2.2. Ο κυρίαρχος ρόλος και το βαρύ μεταφορικό έργο πρέπει να αποδοθεί στις θαλάσσιες μεταφορές. Πάγια θέση μας η οποία έχει εκφρασθεί πολλές φορές, έχει συμφωνηθεί σε διάφορα επίπεδα αλλά δεν έχει ποτέ θεσμοθετηθεί (ούτε στο Εθνικό Χωροταξικό), είναι ότι πρέπει να σχεδιασθεί ένα σύστημα θαλάσσιας επικοινωνίας τόσο των νησιών μεταξύ τους όσο και με την ηπειρωτική χώρα αλλά και με τις γειτνιάζουσες χώρες, κατ’ αντιστοιχία του εθνικού, επαρχιακού και τοπικής σημασίας οδικού δικτύου που υπάρχει στην ηπειρωτική χώρα. Δηλαδή, ο χώρος του Ιονίου και ο θαλάσσιος εν γένει χώρος πρέπει να είναι φυσική συνέχεια του χερσαίου και να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα επίπεδα. Πρέπει παράλληλα οι διαδρομές να μπορούν να διανυθούν στον ταχύτερο δυνατόν χρόνο με ασφάλεια και οικονομικά για το χρήστη. Πρέπει επομένως να μελετηθεί, θεσμοθετηθεί και υλοποιηθεί ένα ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ που να συμπεριλαμβάνει και το κομβικό κεφάλαιο των ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, με όλα τα παραπάνω προαπαιτούμενα – προδιαγραφές – θεσμικά και οικονομικά κίνητρα. Αυτή είναι και η κατ’ εξοχήν κατά την άποψή μας νησιωτική πολιτική.
4.2.3. Ο διοικητικός χάρτης της χώρας πρέπει να είναι ενωμένος και δεν πρέπει να παρουσιάζονται ασυνέχειες μεταξύ του ηπειρωτικού και του νησιωτικού χώρου εξ΄αιτίας της θάλασσας, ασυνέχειες που σήμερα δρουν εις βάρος των πολιτών του δεύτερου. Έτσι, θεωρούμε ότι το παρόν Σ/Ν πρέπει κατ΄ελάχιστον να περιγράψει τους παραπάνω άξονες αυτής της κατ΄εξοχήν νησιωτικής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών (αφού προϋπολογίσει το κόστος) καθώς επίσης και τη θεσμική αρμοδιότητα υλοποίησής τους μεγάλο μερίδιο της οποίας πρέπει να έχει η αιρετή νησιωτική περιφέρεια.
4.3. Είναι απαραίτητο για όλα τα παραπάνω να περιγραφούν επακριβώς και να μεταβιβαστούν οι απαιτούμενοι πόροι.
4.4. Προτεραιότητα πρέπει να αποτελέσει η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης σε όλο της το φάσμα έτσι ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες πλέον απαιτήσεις. Ο σημαντικός ρόλος των Μηχανικών θα ενισχυθεί με την βελτίωση των άρθρων για την οικονομική εξίσωση, για την άρση της δυσκολίας επιλογής των ίδιων και για την καλλίτερη στελέχωση των υπηρεσιών (θέσεις ΕΜΔΥΔΑΣ, παραρτήματος Κέρκυρας).
Αυτό που έχει σημασία είναι η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση, παρά την ελλιπή προετοιμασία, να γίνει με θάρρος και ανατρεπτική λογική για να γίνει επιτέλους η χώρα μας ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με περιφερειακή διάρθρωση ικανή να σταθεί με επάρκεια στην Ευρώπη των περιφερειών και του πολίτη.
ΑΠΟ ΤΟ ΤΚ/ΤΕΕ