Οι μηχανικοί απέχουν από την εργασία τους
Κέρκυρα, 14 Δεκεμβρίου 2005
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2005
Εδώ και ένα χρόνο ο τεχνικός κόσμος της χώρας βιώνει τις επιπτώσεις μιας βαθιάς κρίσης που τροφοδοτείται από την ύφεση που επιβάλλουν στον κατασκευαστικό τομέα και ευρύτερα στον τομέα των βασικών υποδομών κυβερνητικές επιλογές. Επικαλούμενοι την γενικότερη οικονομική στενότητα και τα προβλήματα της οικονομίας, οι αρμόδιοι περί τα οικονομικά, έλαβαν αποφάσεις με τις οποίες:
- Απαξιώνεται και καταστρέφεται το τεχνικό δυναμικό της χώρας, αυτό που εξασφάλισε όλα τα προηγούμενα χρόνια ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
- Οδηγούνται στην ανεργία δεκάδες χιλιάδες διπλωματούχοι μηχανικοί.
- Απαξιώνονται υπηρεσίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, την ίδια στιγμή που δηλώνεται ότι αυτές θα πρέπει να είναι σε θέση να συναγωνιστούν και να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα.
- Μειώνεται, σε επίπεδα κάτω του ορίου της φτώχιας, το εισόδημα όσων εξακολουθούν να εργάζονται.
- Επιβάλλονται απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες και φαλκιδεύονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Στη διάρκεια του 2005 καταγράφηκαν τα εξής συγκεκριμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν όσα προείπαμε:
- Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το 2004, (8,04 δις ευρώ, έναντι 9,381) υπέστη, στη διάρκεια του έτους, και νέες περικοπές της τάξης των 300 εκατομμυρίων ευρώ, με συνέπεια να ακυρωθεί ένας επιπλέον μεγάλος αριθμός μελετών και έργων, ιδίως στην Περιφέρεια.
- Στον δημόσιο κατασκευαστικό τομέα η μείωση μπορεί τελικά να ξεπεράσει και το 30% (σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιριών η μείωση του κύκλου εργασιών έφτασε στο 31%).
- Η μείωση θα είναι μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί – όπως πρέπει να γίνει – και ο μειωμένος κύκλος εργασιών των μικρών και μεσαίων εργοληπτικών επιχειρήσεων (βάσιμα υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει το 50% , με συνέπεια το δημόσιο κατασκευαστικό προϊόν για το 2005 να περιοριστεί σε επίπεδα κάτω των 5 δις ευρώ, έναντι 7,1 το 2004).
- Τα κονδύλια του ΠΔΕ που αναφέρονται στην κατασκευή, συντήρηση και βελτίωση έργων, το 2004 ανήλθαν σε 5,7 δις ευρώ, προϋπολογίστηκαν το 2005 σε 5,1δις ευρώ (μείωση κατά 9,7%) και τον Οκτώβριο αναπροσαρμόστηκαν στα 4,77 δις ευρώ (άρα τελική μείωση κατά 18,7% σε σχέση με το 2004).
- Η απορροφητικότητα των πιστώσεων του Γ΄ ΚΠΣ περιορίστηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (τα τελευταία στοιχεία κάνουν λόγο για 35%). Και σ’ αυτό συνέβαλε η έλλειψη πόρων για την εθνική συμμετοχή.
- Οι οφειλές του δημοσίου για έργα που είχαν εκτελεστεί, πολλά από το 2004 (κυρίως Ολυμπιακά) δεν καταβλήθηκαν στη διάρκεια του 2005, ενώ παράλληλα, σε αρκετές περιπτώσεις, δεν καταβλήθηκαν ούτε οι προκαταβολές για να ξεκινήσουν έργα που δημοπρατήθηκαν αυτή εντός του 2004.
Επιπροσθέτως:
Τη διετία Σεπτεμβρίου 2003-2005 το δημόσιο δανείστηκε 38,6 δις ευρώ για την κάλυψη τρεχόντων ελλειμμάτων, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η άσκηση κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής.
Για το 2006 οι προοπτικές περιγράφονται μέσα από τα στοιχεία του Προϋπολογισμού και ειδικότερα του ΠΔΕ ακόμη πιο δυσοίωνα.
- Το ΠΔΕ το 2006 προϋπολογίζεται σε 8,4 δις ευρώ, δηλαδή αυξάνεται κατά 4,4% σε σχέση με το προϋπολογιζόμενο για το 2005, που αν αποπληθωριστεί σημαίνει μείωση.
- Ειδικότερα τα κονδύλια που αναφέρονται σε κατασκευή, συντήρηση, βελτίωση έργων προϋπολογίζονται σε 4,8 δις ευρώ, δηλαδή μόλις κατά 0,9% αυξημένα σε σχέση με αυτά που τελικά προσδιορίστηκαν για το 2005.
Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια σοβαρότατη κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό την αδυναμία του δημοσίου να ασκήσει ουσιαστικά μια αναπτυξιακή πολιτική. Δεν αμφισβητούμε ότι η οικονομία μας επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό και από την εξωτερική δυσμενή οικονομική συγκυρία και τη γενικότερη οικονομική κρίση που χαρακτηρίζει το σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας είναι προβληματική και ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των σημερινών αρμόδιων για την οικονομία.
Εκείνο, ωστόσο, που διαπιστώνουμε – και μας εμβάλλει σε μεγάλη ανησυχία – είναι ότι, για παράδειγμα, προωθούνται αποφάσεις και μέτρα που ως συνέπεια έχουν την περιθωριοποίηση/απαξίωση του κατασκευαστικού παραγωγικού δυναμικού της χώρας (το οποίο, ως γνωστό, έως σήμερα συνέβαλε ώστε να εμφανίζει η χώρα μας ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης). Και ενδεχομένως ουδείς να είχε αντίρρηση σε μια τέτοια επιλογή, εάν έναντι της μείωσης του παραγωγικού έργου του κατασκευαστικού τομέα, προσφερόταν αντίστοιχη (και μεγαλύτερη) αναπτυξιακή προοπτική για τη χώρα. Οι μηχανικοί – το έχουμε τονίσει – έχουν εκ της γνώσης και της εμπειρίας τους την ικανότητα να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της αγοράς και να λειτουργήσουν ως παραγωγοί από διαφορετική θέση/έργο/δράση. Δεν μπορούν, όμως, να προσφέρουν τίποτα από τον δημιουργικό ρόλο και τις πολλαπλές ικανότητές τους σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης της οικονομίας.
Κάτι ακόμη, που φαίνεται ότι έχουν κάποιοι παραβλέψει: ο κατασκευαστικός τομέας και η δουλειά των μηχανικών, άμεσα και έμμεσα προσφέρουν δουλειά σε περισσότερες από 300.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα. Καλώς ή κακώς έτσι έχουν τα πράγματα έως τώρα, έτσι δομήθηκε η οικονομία τα μεταπολεμικά χρόνια. Όταν, λοιπόν, αποφασίζεται η απαξίωση του κατασκευαστικού δυανμικού, εμμέσως, πλην, όμως, σαφώς, αποφασίζεται η καταστροφή όλων αυτών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση η ώθηση στην ανεργία εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων. Η στροφή σε άλλες αναπτυξιακές προοπτικές οφείλουν να λάβουν υπόψη σοβαρά αυτή τη διάσταση. Δεν καταστρέφεις τη βεβαιότητα αυτού που έχεις για την αβέβαιη προσδοκία κάτι νέου αύριο. Με άλλα λόγια, δεν κατεδαφίζεις ένα ακίνητο που σου εξασφαλίζει τη στέγαση, αν δεν έχεις αποφασίσει τι θα κτίσεις στη θέση του (προφανώς καλύτερο) και φυσικά δεν έχεις εξασφαλίσει τα χρήματα για την ανοικοδόμηση.
Απέναντι σ’ αυτή τη πραγματικότητα, οι αρμόδιοι για την οικονομία αντιπαραθέτουν την προώθηση των επενδύσεων μέσω του αναπτυξιακού νόμου και τις ΣΔΙΤ. Με δυο λόγια – και χωρίς να υποτιμά κανείς τα χρήσιμα αυτά εργαλεία για την οικονομία: έναντι μιας βεβαιότητας, αντιπαραθέτουν μια αβεβαιότητα. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να ενσωματωθούν στην καθημερινή πρακτική και να αποδώσουν μέτρα όπως αυτά που προβλέπει ο αναπτυξιακός νόμος ή προσδοκόνται από τις ΣΔΙΤ. Οπωσδήποτε δεν θα αποδώσουν, στο βαθμό που χρειάζεται, εντός του 2006, χρονιά, ωστόσο, στη διάρκεια της οποίας τα προβλήματα της οικονομίας θα εκδηλωθούν σε οξύτερη μορφή, σύμφωνα με όσα περιγράφονται από τον προϋπολογισμό και τις άλλες επιλογές και αποφάσεις.
Ως κατακλείδα: οι μηχανικοί θεωρούν και θέλουν τον υπουργό Οικονομίας – και για να ακριβολογούμε, Εθνικής Οικονομίας – ως τον κατ’ εξοχήν διαπνεόμενο από όραμα. Τον θέλουν να εμφορείται από το όραμα της ανάπτυξης, της επέκτασης της οικονομίας, της αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, των ικανοτήτων της χώρας και των εργαζομένων. Δεν τον θέλουν και δεν πρέπει να είναι ένας απλός ταμίας. Φυσικά και θα πρέπει να φροντίζει ώστε το ταμείο να μην είναι μείον. Αλλά αυτό δεν θα το αποφύγει αν δεν φροντίσει να αυξήσει τον τζίρο της αγοράς, το εισόδημα των πολιτών (φυσικών και νομικών προσώπων), ώστε να αυξήσει και τα έσοδα του, που σε συντριπτικό ποσοστό ήταν και θα παραμείνουν τα έσοδα από τη φορολογία.
Αυτή τη συλλογιστική εκφράζει η ηγεσία του ΤΕΕ στις συναντήσεις της με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και μ’ αυτές τις θέσεις καλούμε και τους μηχανικούς της Κέρκυρας σε αποχή από την εργασία τους την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2005.
ΑΠΟ ΤΟ ΤΚ/ΤΕΕ