Έχουν γραφεί χιλιάδες σχόλια, κείμενα και άρθρα που αφορούν στο συγκεκριμένο ν/σ, και έχουν αναλυθεί οι λεπτομέρειες των άρθρων του σε πρωτοφανή έκταση. Το τμήμα μας εξέτασε το περιεχόμενο του ν/σ και έκανε τις σχετικές τεχνικές παρατηρήσεις, οι οποίες δεν αφίστανται σημαντικά από τις ήδη διατυπωμένες στη διαβούλευση, από το κεντρικό και από άλλα περιφερειακά ΤΕΕ, οπότε δεν θα υπερθεματίσουμε σε αυτά.
Η προσέγγισή μας στο ν/σ, σχετίζεται με τον ποιοτικό χαρακτήρα των νομοθετημάτων και με τους σκοπούς που υπηρετούν.
Το ν/σ που τέθηκε σε διαβούλευση, όπως και κάθε πρόταση νόμου, οφείλει, είτε να καλύπτει νομοθετικό κενό, είτε να θεραπεύει, να ρυθμίζει και να αποσαφηνίζει ζητήματα και αβελτηρίες ενός προηγούμενου νόμου με το ίδιο αντικείμενο. Να θέτει, δηλαδή, το θεσμικό πλαίσιο – το όριο – μέσα στο οποίο θα κινούνται οι δραστηριότητες και οι πράξεις της διοίκησης και των πολιτών, ώστε να εξασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος πρέπει να είναι αρωγός στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, πρωτίστως όμως, να είναι ο εγγυητής των δικαιωμάτων των πολιτών που αφορούν στη χρήση, στην πρόσβαση, στην προστασία του περιβάλλοντος και του κοινόχρηστου χώρου.
Αντίθετα με την πιο πάνω ιεράρχηση, στο κείμενο του ν/σ διαφαίνεται ότι η επιχειρηματική σκοπιμότητα προτάσσεται κάθε άλλης, ενώ συγχρόνως θέτει την κρατική διοίκηση στη θέση του διαμεσολαβητή μεταξύ της επιχειρηματικής επιδίωξης και του πολίτη, θέτοντας σε διαπραγμάτευση τα δικαιώματά του.
Είναι ξεκάθαρο, πλέον, και μετά την απάντηση του Ευρωπαίου Επιτρόπου Siim Kallas ότι το νομοσχέδιο για τις παράκτιες ζώνες, αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της Ελλάδας που πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα, και θα έχει ως στόχο «τη διευκόλυνση των “στρατηγικών επενδύσεων” και τις “ιδιωτικοποιήσεις”». Μετά από αυτά, η θολή εικόνα του ν/σ και οι σκοποί του είναι εύκολα εξηγήσιμοι.
Χρειάζεται εθνική πολιτική διαχείρισης της παράκτιας και παρόχθιας ζώνης με ξεκάθαρες προδιαγραφές, που προστατεύουν το περιβάλλον με στόχο την διασφάλιση και ανάδειξη του φυσικού πλούτου. Είναι αντίθετη με την απλή λογική η χάραξη πολιτικής για το συγκεκριμένο θέμα, αποκλειστικά από το ΥΠΟΙΚ. Οι στόχοι που θέτει το συγκεκριμένο υπουργείο, δηλαδή οι “στρατηγικές επενδύσεις” και οι “ιδιωτικοποιήσεις¨, οφείλουν να υποχωρούν απένατι στο υπέρτερο αγαθό που είναι το περιβάλλον και ο δημόσιος χώρος. Ο νομοθέτης έχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της κακής εφαρμογής των νόμων και όχι την εξιδανικευμένη εκδοχή της καλής εφαρμογής τους, αφού η πείρα μας διδάσκει ότι κατά κανόνα συμβαίνει το πρώτο. Ιδιαίτερα σήμερα, που η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος βρίσκεται στο ναδίρ.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, και μπροστά στις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, προωθούνται αλλαγές από την κυβέρνηση, που θέτουν τον περιορισμό ότι τουλάχιστο το 50% του εμβαδού κάθε παραλίας θα παραμένει ελεύθερο από επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επίσης, για τις μικρής επιφάνειας παραλίες εντός προστατευόμενων περιοχών είναι δυνατό να καθορίζονται αυστηρότεροι όροι.
Εκτός του ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αλλάζουν ουσιωδώς το χαρακτήρα του ν/σ, τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας παραλίας ως μικρής ή προστατευόμενης, θα καθορίζονται με απόφαση του υπ. Οικονομικών, γεγονός που μας βρίσκει αντίθετους.
Όπως ήδη αναφέραμε, το ΥΠΟΙΚ δεν πρέπει να νομοθετεί ανεξάρτητα για το συγκεκριμένο αντικείμενο –χωρίς τουλάχιστον το ΥΠΕΚΑ –, αφού οι επιπτώσεις των ρυθμίσεων που προτείνει, επηρεάζουν ουσιωδώς χωρικά και περιβαλλοντικά θέματα με έμμεσο ή άμεσο τρόπο.
Αντιλαμβανόμαστε τους αιγιαλούς και τις παραλίες ως μέγιστο εθνικό πλούτο, που δεν εμπορευματοποιείται ως αναλώσιμο προϊόν υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων - π.χ. οι παραλίες που έχει προς πώληση το ΤΑΙΠΕΔ- . Στηρίζουμε την ήπια ανάπτυξη των αιγιαλών και παραλιών με σαφείς κανόνες, που όλοι θα απολαμβάνουν το φυσικό αγαθό ως κοινό κτήμα
Για τους πιο πάνω λόγους αρχών, αλλά και για άλλους τεχνικού χαρακτήρα που προκύπτουν από την συνοπτική προσέγγιση των κύριων σημείων του ν/σ που επισυνάπτεται, ζητάμε από την κυβέρνηση την εγκατάλειψη της προώθησης αυτού του ν/σ, αλλά και εν γένει επόμενων προτάσεων νόμου ενδοτικού χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα παρασκηνιακών συμφωνιών με τους δανειστές, που προσβάλλουν τους Έλληνες πολίτες.
Συνοπτική Τεχνική προσέγγιση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών σχετικό με την Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία του αιγιαλού και της παραλίας.
Σαν γενική αρχή θα πρέπει να αναφερθεί ότι είμαστε αντίθετοι στον τρόπο και τη σαφήνεια της διατύπωσης του κειμένου των επί μέρους διατάξεων, ιδιαιτέρως δε σχετικά με τους ορισμούς.
Θετικά αντιμετωπίζεται η αναγνώριση της ανάγκης καταγραφής του φυσικού φαινομένου της οριογραμμής του αιγιαλού από ορθοφωτογράφιση και της άμεσης χάραξης της, παρά τις όποιες αδυναμίες και ατέλειες που θα παρουσιαστούν (η εμπειρία μας με το κτηματολόγιο είναι νωπή), ενώ για τον καθορισμό της ζώνης παραλίας που εξυπηρετεί τοπικές ανάγκες για κάθε περιοχή σωστά θα πρέπει να χαράσσεται από την αρμόδια επιτροπή. Όμως γι’ αυτήν θα πρέπει να τηρηθούν τα αναφερόμενα στον ισχύοντα σήμερα Νόμο 2971/2001 και στα άρθρα του 3,5,6,7, όπου μεταξύ των άλλων γίνεται σαφής και η χάραξη και το περιεχόμενο του παλαιού αιγιαλού. Τα ασαφή κριτήρια της ανάγκης χάραξης της ζώνης παραλίας θα πρέπει να παραλειφθούν. Επισημαίνουμε ότι οι παραπάνω ενέργειες πρέπει να γίνουν από το αρμόδιο υπουργείο, δηλαδή του ΥΠΕΚΑ και όχι από το ξένο προς το αντικείμενο ΥΠΟΙΚ
Η συρρίκνωση των διαδικασιών για τους εν λόγω καθορισμούς θα πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι απλοποιητική της σοβαρότητας του θέματος.
Τα μπαζώματα στη θάλασσα και η αντιστοιχία της επιφάνειας ανά κλίνη ξενοδοχείου θα πρέπει να απαλειφούν!
Η ανάθεση σε αποφάσεις υπουργών, σημαντικών λεπτομερειών εφαρμογής και ποσοτικού προσδιορισμού, αποδυναμώνει κάθε νόμο.