Η κερκυραϊκή ενδυμασία, όπως οι περισσότερες, έχει δεχθεί επιδράσεις από τις κοινωνικές αναγκαιότητες και παρακολουθεί τη ζωή των κοινωνικών ομάδων που τη διαμόρφωσαν. Τα κοστούμια που υπάρχουν σε συλλογές ή απεικονίσεις, είναι τα τελευταία δείγματα όπως διαμορφώθηκαν από το 17ο αι. και έφτασαν μέχρι τα μέσα του 20ου, όποτε και δώσανε τη θέση τους στη μαζική ενδυματολογική βιομηχανία των 'ευρωπαϊκών' ρούχων. Οι λεπτομέρειες της ραφής τους απηχούν τις συνθήκες που τα διαμόρφωσαν: ανδρικά - γυναικεία, αγρότες - αστοί, θέση της γυναίκας στην κοινωνία, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειας, γεωγραφικές ιδιομορφίες.
Κοινό χαρακτηριστικό των κερκυραϊκών ενδυμασιών της υπαίθρου είναι ο διαχωρισμός τους σε εορταστικά και κοστούμια της δουλειάς, καθημερινά. Τα δεύτερα είναι φτιαγμένα από φθηνά και ανθεκτικά υλικά, σε χρώματα που αντέχουν στην καθημερινή δουλειά και στις πολλές και σκληρές μπουγάδες με την ποτάσα και την αλισίβα. Φτιάχνονται με υλικά κατασκευασμένα από τους ίδιους, λινάρι, μαλλί από αιγοπρόβατα ή αγοραστά βαμβακερά.
Οι γυναικείες ενδυμασίες χωρίζονται σε καθημερινές, κυριακάτικες, νυφικές αλλά και για κοπέλες, παντρεμένες και χήρες. Οι φορεσιές ήταν συνήθως φτιαγμένες και κεντημένες στο σπίτι από τις ίδιες και τις γυναίκες της οικογένειας. Οι γυναικείες γιορτινές ενδυμασίες, χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα και την πολυχρωμία των σχεδίων, την ποικιλομορφία ανάλογα με την περιοχή προέλευσης, την φαντασμαγορία των κεντημάτων, τα περίτεχνα κεφαλοκαλύματα, τα βαρύτιμα και μεγαλόσχημα κοσμήματα. Η προέλευση καθορίζεται από τις περιοχές Λευκίμμης, Μέσης, Γύρου, Όρους, Παξών και Διαποντίων νήσων, πάντα της υπαίθρου.
Αξιόλογα κομμάτια της γυναικείας κερκυραϊκής φορεσιάς:
Η μπουστίνα: σκεπάζει το στήθος πάνω από το πουκάμισο και είναι από λεπτό λινό, βαμβακερό ή μετάξινο πανί με πολλά κεντητά ποικίλματα, όπου και καρφώνανε τα χρυσά γαμήλια δώρα.
Το πεσελί: είναι το αριστοτεχνικό συμπλήρωμα της γαμήλιας ενδυμασίας, δώρο του γαμπρού στη νύφη. Από ζωηρόχρωμο βελούδο, κεντημένο με χρυσοκλωστή με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια, στολισμένο με χρυσογάϊτανα και ασημένια ή χρυσά κουμπιά, ακολουθούσε τις γιορτινές εμφανίσεις της γυναίκας για την υπόλοιπη ζωή της.
Οι κεφαλόδεσμοι: στην κερκυραϊκή φορεσιά είναι το επιστέγασμα της γυναικείας εμφάνισης, συναρτώνται με το χτένισμα και διατηρούν πολλές και φανερές διαφορές μεταξύ τους, ώστε να αναγνωρίζεται το χωριό προέλευσης αλλά και η οικογενειακή κατάσταση ή η διαθεσιμότητα της γυναίκας.
Τα κοσμήματα: που συνόδευαν τη γαμήλια ή γιορτινή ενδυμασία ήταν πολλά και βαρύτιμα. Για τα σκουλαρίκια μόνο αναφέρονται δεκαπέντε ονομασίες για ισάριθμα είδη. Στόλιζαν, εκτός από τους λοβούς των αυτιών, το λαιμό σαν περιδέραια και γκόλφια (εγκόλπια), το στήθος σαν στηθοβελόνες, σπίλες (καρφίτσες) ή σφίγγλες (καρφίτσες με στρογγυλά σμιλεμένα κεφάλια), τη μέση σαν πόρπες, τους καρπούς μπρατσουλέτα (βραχιόλια) ή οκάνες (χρυσές στρογγυλές βέργες) και τα δάκτυλα. Τα αγόραζαν οι άντρες τους και οι συγγενείς από το εξωτερικό, αλλά κυρίως τα έφτιαχναν οι περίφημοι λαϊκοί κερκυραίοι τεχνίτες. Κατά τη χηρεία τους πετούσαν τα στολίδια και φορούσανε μαύρη μαντήλα, ή μαύρη κορδέλα πάνω στην άσπρη μπόλια της κεφαλής και αν ο άντρας τους πέθαινε νέος, έβαζαν μέσα στο φέρετρο τις κόκκινες κορδέλες του κεφαλόδεσμου.
Η ενδυμασία των ανδρών της υπαίθρου και των χωριών χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία, αδρότητα και σοβαρότητα εμφάνισης. Στο κεφάλι, το φέσι τουνέζικο η ψάθα, ή 'τρίτσα'. Φανέλα μάλλινη ή 'μάγια', φορεμένη κατάσαρκα το χειμώνα για το κρύο και για να παίρνει τον ιδρώτα το καλοκαίρι. Πουκάμισο λευκό βαμβακερό, με κολάρο όρθιο που κούμπωνε με χρυσό 'κουμπί' στις γιορτές, ανοιχτό μέχρι τη μέση του στήθους, βράκα λινή ή βαμβακερή, συνήθως μπλε, πολύ φαρδιά μέχρι τη μέση της γάμπας. Στη μέση ζωνάρι μάλλινο και μεταξωτό, χρωματιστό με κρόσσια για τις γιορτάσιμες μέρες, όπου και τρυπώνουν το μακρύ μαχαίρι. Γελέκο από μαύρη ή σκουρόχρωμη τσόχα, κουμπωμένο σταυρωτά με ασημένια λοξά κουμπιά και αλυσίδες που θηλύκωναν και χρυσοκέντια για τις γιορτές. Το χειμώνα φορούσαν σακάκι από τσόχα μαύρη ή μπλε ή κάπα από υφαντό τράγιο μαλλί. Τα σκαλτσούνια άσπρα, μάλλινα πλεχτά για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι, μέχρι το γόνατο όπου δένανε με δυο κόκκινες κορδέλες με φουντίτσα, τσαρούχια με μύτες.
Οι εύποροι Κερκυραίοι και οι αστοί ακολουθούσαν στο ντύσιμο τους Βενετσιάνους και ξεχώριζαν έτσι από τους ανθρώπους της υπαίθρου. Οι άρχοντες φορούσαν περούκες και συνοδευόταν από τους υπηρέτες που μετέφεραν τα εμβλήματα τους. Στις γυναίκες πλεόναζαν οι δαντέλες και τα ακριβά υλικά στα ρούχα.
Οι αστοί σε χαμηλότερους τόνους ακολουθούσαν τους άρχοντες. Ωστόσο στις επίσημες εμφανίσεις μπροστά στις βενετικές αρχές τα κουστούμια των ανδρών ήταν μαύρα και αυστηρά, θυμίζοντας ότι επρόκειτο για πατρικίους και όχι για φανταχτερούς ιππότες.