Η Ιστορική πόλη εντός των τειχών του 16ου αιώνα κτισμένη στο ΒΑ άκρο χερσονήσου στο μέσο της ανατολικής ακτής του νησιού, μεταξύ δύο Φρουρίων, περιορισμένη από γη και θάλασσα και επομένως αναγκασμένη να αναπτυχθεί σε ύψος, αποτελεί μέρος της συνολικής εικόνας της σημερινής πόλης, που έχει αναπτυχθεί στα νότια και δυτικά της.
Το γενικό σχήμα της περιοχής είναι μάλλον ακανόνιστο και συμπιεσμένο ανάμεσα στα δύο Φρούρια. Είναι μια έκταση 295 στρεμμάτων τριγωνικής περίπου μορφής, με κορυφή το Νέο Φρούριο, βάση το παραθαλάσσιο όριο με το Παλιό Φρούριο (με μήκος πλευράς περίπου 800 μ.) και με πλευρές την ανώμαλη παραλιακή γραμμή του Βορρά (650 μ. περ.) και τη δυτική περιτείχιση της ξηράς (850μ. περ.) Τα δυτικά όρια της παλιάς πόλης διακρίνονται εύκολα γιατί ορίζονται από δύο ψηλές μάζες τειχών, σε επαφή με τον περιμετρικό δρόμο, που προέκυψε στη θέση της παλιάς περιτείχισης. Όποιος περιτρέξει το βλέμμα από τη θάλασσα πάνω στη μικρή της επιφάνεια βλέπει την πόλη να παρουσιάζεται αμφιθεατρικά, σχηματίζοντας μια πυκνή μάζα κτισμάτων ανάμεσα στα δύο Φρούρια. Το οικιστικό σύνολο κάτω από την κυρίαρχη παρουσία των Φρουρίων, συνθέτει ένα ενιαίο σύνολο. Αυτό είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της Παλιάς Πόλης. Η μόνιμη ενότητα που δυσχεραίνει κάθε περιγραφή για ένα μόνο στοιχείο. Το να ξεχωρίσουμε τα στοιχεία από το σύνολο, τους αφαιρεί αυτό που πραγματικά τα αξιοποιεί, δηλαδή το προσόν να διαμορφώνουν μία συνέχεια και μία ενότητα.
Ο δομημένος χώρος χωρίζεται σε τρεις μεγάλους τομείς, που παρακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους, προσδιορίζονται από τα τρία υψώματα (λόφους Καμπιέλλο, Αγ. Πατέρων, Αγ. Αθανασίου). Οι τρεις υποδιαιρούνται σε δέκα επιμέρους ενότητες τις γειτονιές ή συνοικίες που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη εσωτερική οργάνωση και πολεοδομική μορφολογία. Η πυκνότητα των τριών βασικών τομέων εμφανίζει διαφορές. Ο Β.Δ. λόφος, το Καμπιέλλο, είναι ο πιο πυκνοκατοικημένος, ενώ σαφώς αραιότερη εμφανίζεται η δόμηση στα δύο άκρα της πόλης, στη νότια πλευρά και κοντά στο Ν. Φρούριο. Κάθε επιμέρους ενότητα (γειτονιά) χαρακτηρίζεται από την μικρή πλατεία. Που αποτελεί το κέντρο της και τον μοναδικό βασικά πνεύμονα, με την εκκλησία και το ψηλό καμπαναριό, (στην οποία συνήθως οφείλει και το όνομα της και ένα ή περισσότερα αρχοντικά ή μεγαλοαστικά μέγαρα. Το οικιστικό πλέγμα παρουσιάζεται διαφοροποιημένο, στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί αυστηρή γραμμική επανάληψη επιμηκών οικοδομικών ενοτήτων, με κατεύθυνση τον άξονα Ανατολής - Δύσης (και αυτό συμβαίνει κυρίως στα περιφερειακά μέτωπα), ενώ στις περιοχές των εσωτερικών λόφων, όπου πιθανότατα και οι παλαιότεροι οικιστικοί πυρήνες, εμφανίζεται ακανόνιστο, αποσπασματικό, με ένα δαιδαλώδες οδικό δίκτυο, γεμάτο σημεία πολλαπλής επιλογής πορείας: πλατώματα, δίστρατα, τρίστρατα.
Η Ιστορική πόλη εντός των τειχών του 16ου αι. κτισμένη στο ΒΑ άκρο της χερσονήσου, στο μέσο της ανατολικής ακτής του νησιού μεταξύ δύο Φρουρίων περιορισμένη από γη και θάλασσα αναγκασμένη να αναπτυχθεί σε ύψος, αποτελεί μέρος της συνολικής εικόνας της πόλης του 19ου αιώνα και εν μέρει συμπίπτει μαζί της.
Το Ιστορικό Κέντρο πέρα από τις εξέχουσες αρχιτεκτονικές μορφές των οχυρώσεων, ορισμένων κτιρίων και πολεοδομικών λειτουργικών στοιχείων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σαν ενιαίο πολεοδομικό σύνολο που διατηρεί σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία του, φορτισμένη από το πέρασμα των αιώνων. Η αστική εξέλιξη με τις κατά καιρούς επεμβάσεις και τροποποιήσεις βάσει συγκεκριμένων σχεδιασμών ή όχι, διαφαίνεται με σχετική ευκρίνεια, τόσο στον πολεοδομικό ιστό αποτελώντας μια σύνθεση διαφοροποιημένων πολεοδομικών σχημάτων, όσο και στο αστικό τοπίο με την ποικιλία αρχιτεκτονικών μορφών που συγκεντρώνει.
Η δομή της πόλης παρουσιάζεται ορθολογικά αρθρωμένη, όπου αυτό ήταν δυνατό, με σκοπό τον στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρου του οργανισμού. Εξαιρέσεις αποτελούν οι τοποθετήσεις των λόφων που εντάσσονται στο εσωτερικό του αστικού χώρου με την περιτείχιση. Οι καθοριστικές θέσεις των δύο Φρουρίων (διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα άλλοτε) το αμυντικό κενό της Σπιανάδας μεταξύ Παλιού Φρουρίου και δομημένου χώρου, οι νευραλγικές θέσεις των κτιρίων που άλλοτε ήταν στρατώνες, μας θυμίζουν τον διπλό ρόλο της πόλης μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα: του ισχυρού οχυρού (που ήταν και καθοριστικός για όλη τη διάρκεια της Βενετικής κυριαρχίας στο νησί) και του λιμανιού διαμετακομιστικού εμπορίου προς την Ανατολική Μεσόγειο. Η αποικιοκρατική πολιτική των Βενετών είχε σαν επακόλουθο τη χρησιμοποίηση της πόλης σαν στρατιωτική και ναυτική βάση.
Σε σχέση με τη μορφολογία του εδάφους, ο δομημένος χώρος χωρίζεται σε τρεις μεγάλους τομείς που χαρακτηρίζονται από τα τρία υψώματα (λόφους Καμπιέλλο, Αγ, Πατέρων, Αγ. Αθανασίου). Οι προηγούμενοι τομείς υποδιαιρούνται σε δέκα επιμέρους ενότητες που χαρακτηρίζονται από την εσωτερική τους οργάνωση και πολεοδομική τους μορφολογία.
Μπορούμε με ευκολία να διαπιστώσουμε τη διαφοροποίηση της οικιστικής οργάνωσης πριν και μετά την περιτείχιση: Από τη μια πλευρά στους λόφους ένα οικιστικό πλέγμα αποσπασματικό και ακανόνιστο με ένα δαιδαλώδες οδικό δίκτυο, γεμάτο σημεία πολλαπλής επιλογής πορείας (πλατώματα, δίστρατα, τρίστρατα) με σποραδικούς μικρούς ελεύθερους χώρους (μικρές πλατείες - τοπικά κέντρα) αναδεικνύει προγενέστερες της περιτείχισης πρακτικές πολεοδόμησης. Από την άλλη πλευρά μπροστά στο μέτωπο της Σπιανάδας, απέναντι από το Παλαιό Φρούριο ένα οικιστικό πλέγμα κανονικό όπου είναι αξιοσημείωτη η επάλληλη ακτινωτή τοποθέτηση γραμμικών οικοδομικών ενοτήτων πάνω σε χάραξη δρόμων προηγούμενα καθορισμένη. Σχεδιασμός που πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την περιτείχιση, μετασχηματίζοντας την προγενέστερη οργάνωση του ‘Ξωπολιού’ και βρήκε πιθανά εφαρμογή μετά από αναδασμό για λόγους αμυντικούς αλλά και ιδεολογικούς, που σκοπό είχαν την ανάδειξη του Π. Φρουρίου σαν κέντρου εξουσίας και στρατιωτικού ελέγχου της Πόλης.
Και στις δύο περιπτώσεις η μορφή του πολεοδομικού ιστού καθορίζεται από τη γραμμική επανάληψη οικοδομικών ενοτήτων που επαναλαμβάνονται στη σειρά δημιουργώντας ένα οικιστικό πλέγμα που χαρακτηρίζει τη δυτική ύστερο μεσαιωνική παράδοση, μορφή που επιβλήθηκε τόσο από τις τοπικές ιδιοκτησιακές δομές όσο και τις εθιμικές διεργασίες παραγωγής αστικού χώρου.
Στις τοποθεσίες των λόφων συνυπάρχουν περισσότερες από μία, προγενέστερες της περιτείχισης μορφές οργάνωσης του χώρου, γεγονός που καθιστά την αναγνώριση της οικιστικής δομής αρκετά δυσανάγνωστη και περίπλοκη.
Η πρώτη μορφή αστικής οργάνωσης υποθέτουμε ότι δημιουργήθηκε γύρω από τις παλαιότερες εκκλησίες, οι οποίες λειτούργησαν σαν πόλοι έλξης για τη σταθεροποίηση κατοίκων, βάζοντας τις βάσεις για μια πρώτη οργάνωση του χώρου σε μορφή αρχικά ανεξάρτητων μεταξύ τους πυρήνων δόμησης. Δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο οι παλαιότερες συνοικίες (contrada) του Ξωπολιού. Αναφέρεται ότι η περιτείχιση περιέλαβε 24 συνοικίες, που έπαιρναν το όνομά τους από το όνομα της εκκλησίας τους (Contrada S. Salvator, Antivuniotissa, Chieropula). Μία από τις περιοχές προτίμησης των αρχικών εγκαταστάσεων είναι το Καμπιέλο, που συγκεντρώνει υψηλό αριθμό εκκλησιών και αποτελούσε πλησιέστερο χώρο εύκολης άμυνας, κοντά στην αρχική είσοδο της Μεσαιωνικής Πόλης.
Η σταδιακή πύκνωση της πρώτης αστικής δομής, προκάλεσε πάνω σε βασικές διαδρομές σύνδεσης των ανεξάρτητων αρχικά συνοικιών, τη χαρακτηριστική, μεταβατική δόμηση a borgo. Τα κτίσματα σ’ αυτή την περίπτωση τοποθετούνται επαναλαμβανόμενα σε συνεχές σύστημα πάνω σε συνδετήριους άξονες δημιουργώντας ένα είδος τείχους που διαχωρίζει τη διαδρομή από τον υπόλοιπο ημιαγροτικό χώρο ή σε άλλες περιπτώσεις δοσμένης και της μορφολογίας του εδάφους, όπως το βορινό τμήμα της οδού Βουθρωτού, η δόμηση αρθρώνεται κατάλληλα δημιουργώντας ένα σχεδόν συνεχές συνδετήριο τείχος ώστε να ευνοήσει και σκοπούς αμυντικής προφύλαξης των κατοίκων.
Η επόμενη φυσική πύκνωση στο εσωτερικό των συνοικιών δημιούργησε την χαρακτηριστική γραμμική επανάληψη διαφορετικού μεγέθους οικοδομικών ενοτήτων στη σειρά. Η φορά των γραμμώσεων πρέπει να αναζητηθεί περισσότερο στις κατευθύνσεις των επιμέρους συνδετήριων διαδρομών, τη μορφολογία του εδάφους και στην προγενέστερη χρησιμοποίηση του εδάφους, παρά στην εφαρμογή κάποιου σχεδιασμού μετά την περιτείχιση.
Δείγματα μιας πρωταρχικής περισσότερο, αγροτικής δομής που καθόρισαν κυρίως εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες, εντοπίζονται με τα μεγάλα συμπαγή και ακανόνιστα σχήματα οικοδομικών ενοτήτων. Χαρακτηριστική είναι η οικοδομική ενότητα στην οποία ανήκει η εκκλησία της Κρεμαστής. Η ανάπτυξη της συνεχούς δόμησης γύρω από τους κήπους της εκκλησίας που διατηρήθηκαν, σχηματίζει ένα διπλό συνδετήριο τείχος συνδυαζόμενο και με τα απέναντι κτιριακά μέτωπα.
Στο Καμπιέλο επίσης είναι ορατά τα ίχνη μιας πρωταρχικής οργάνωσης του χώρου που πιθανά προέκυψε από ένα σύστημα κατοικιών με αυλές ενωμένες στα πλάγια, που στηρίζονταν σε μια υποτυπώδη υποδομή στενών βοηθητικών δρόμων.
Η κλειστή αστική μορφή της οχυρωμένης πόλης και ο περιορισμένος χώρος, καθόρισαν την κυρίαρχη οικιστική τυπολογία. Η τυπική γραμμική επιμήκης μορφή των οικοδομικών ενοτήτων αποτελείται από μικρότερες βασικές μονάδες οικοδόμησης, που παρατάσσονται στη σειρά (εκπροσωπώντας κυρίως τη Βενετσιάνικη εποχή) αποτελούν δείγματα ευτελούς αρχιτεκτονικής και καθορίζουν την αστική μονοκατοικία ή λαϊκή πολυκατοικία, σε αντίθεση με τη μνημειακή αλλά λιτή αρχιτεκτονική που εκφράζεται στα δημόσια κτίρια, τα αρχοντικά και τις εκκλησίες, όπου περιλαμβάνουν περισσότερες από μία βασικές μονάδες οικοδόμησης. Τον 19ο αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στην κτιριακή κλίμακα με συνενώσεις οικοπέδων, διαφορετική μορφολογική αντιμετώπιση των όψεων και σημαντική αύξηση του ύψους των κτιρίων στο σύνολό τους. Υπολογίζεται ότι περίπου το 70% των υπαρχόντων παλιών κτιρίων προ του 20ου αιώνα, αποτελούν ανακατασκευές ή προσθήκες Αγγλικής περιόδου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Ιστορικό Κέντρο της Κέρκυρας, δεν διαπιστώνεται ύπαρξη περιοχών που οργανώθηκαν με ταξικά κριτήρια, ενώ υπάρχει συνοικία των Εβραίων. Έτσι δεν συναντούμε μια περιοχή με αποκλειστική χρήση την κατοικία αριστοκρατών ή εμπόρων. Οι διαφορετικές κατηγορίες κατοικίας (αριστοκρατών, εμπόρων, βιοτεχνών) αναμειγνύονται μεταξύ τους, γεγονός που ενισχύει τη σταθερή για αιώνες επιβίωση του επαναλαμβανόμενου τύπου κατοικίας στη σειρά (με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις του) στη μεγαλύτερη έκταση της πόλης. Μπορούμε να πούμε ότι εντοπίζονται ζώνες ή καλύτερα περισσότεροι από ένας δρόμοι με κυρίαρχο εμπορικό χαρακτήρα και άλλοι δρόμοι που χαρακτηρίζονται από τις τυπικές κατασκευές κατοικιών με εργαστήρια στο ισόγειο, όπως επίσης και περιοχές αμιγούς κατοικίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Καμπιέλο.
Οι μετασχηματισμοί του 19ου αιώνα και των νεότερων χρόνων δεν συγκρότησαν διαφοροποιημένα πολεοδομικά συστήματα στο εσωτερικό του Ιστορικού Κέντρου. Η μορφή του πολεοδομικού ιστού της πόλης παρά τις επιμέρους εξυγιαντικές επεμβάσεις με καθαιρέσεις μεγάλου ποσοστού προεκτισμάτων στους σημαντικούς δρόμους και ελεύθερους χώρους, δείχνει τη μακρινή μεσαιωνική τάξη των πραγμάτων.
Αντίθετα, οι οικοδομές του 19ου αιώνα καθόρισαν το αστικό τοπίο, συνέθεσαν κανονικότητες, μνημειακές προοπτικές και κλασσικούς ρυθμούς σε σημεία προνομιούχα που ευνοήθηκαν από τις κατά καιρούς διατάξεις που επιβλήθηκαν στους σημαντικούς δρόμους ή το περιμετρικό μέτωπο Σπιανάδας - Μουράγιων - Λιμανιού και τις οδούς Ζαμπέλη και Ιονίου Ακαδημίας. Έτσι η γενική αίσθηση του τρισδιάστατου χώρου αποπνέει μεταγενέστερες της μεσαιωνικής εποχές, εκφράζοντας ανάλογα με το αρχιτεκτονικό ύφος των οικοδομών που κυριαρχούν, ένα λιτό μανιερισμό με στοιχεία αναγεννησιακά και μπαρόκ η ένα κλασικισμό με νεοπαλλαδιανά και νεοκλασικά χαρακτηριστικά.
Στη συνολική εικόνα του Ιστορικού Κέντρου δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές με την έννοια των παρεμβάσεων, πέρα από τις κατεδαφίσεις τειχών και οχυρώσεων, γιατί τα κριτήρια των μεγάλων διανοίξεων που ωρίμασαν με την παιδεία του 19ου αιώνα δεν εφαρμόστηκαν στην Κέρκυρα. Με τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση σε ορισμένα τμήματα του κτισμένου περιβάλλοντος χάθηκαν η αρχιτεκτονική κλίμακα και η ατμόσφαιρα της ενότητας του πολεοδομικού συνόλου. Εξαφανίστηκαν αξιόλογα κτίρια και αλλοιώθηκε ο χαρακτηριστικός πολεοδομικός ιστός κυρίως στις ενότητες Αγ. Αθανασίου, Εβραϊκής και Αγ. Πατέρων. Σημαντική θεωρείται η αλλοίωση της Βασιλικής Οδού.
Το σύστημα των δρόμων του Ιστορικού Κέντρου εξαρτάται από την κλειστή μορφή της οχυρωμένης πόλης, όπου οι δρόμοι προσδιορίζονται ως απλές διαδρομές και όχι με ένα σαφώς ιεραρχημένο οδικό δίκτυο.
Διαδρομές σε σχέση με τις πύλες: δύο κύριοι δρόμοι της πόλης, προϋφιστάμενοι της περιτείχισης, διαμορφωμένοι στις μισγάγγειες των 3 λόφων, εξασφάλιζαν την κύρια επικοινωνία από το Παλιό Φρούριο προς το λιμάνι και το εσωτερικό του νησιού, συνδυαζόμενοι με τις αντίστοιχες κύριες πύλες (Βασιλική και Σπηλιάς). Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η προέκτασή τους οδηγούσε στην κεντρική πύλη του Π. Φρουρίου. Μια ακόμη βασική συνδετήρια διαδρομή (που διαμόρφωνε συνδυασμούς επιμέρους δρόμων) εξασφάλιζε τη σύνδεση δύο ακόμη πύλων μεταξύ τους (Αγ. Νικολάου και Ραϊμόνδου). Το όλο σύστημα συμπληρωνόταν από τις περιμετρικές διαδρομές και τις δευτερεύουσες συνδέσεις.
Με αφετηρίες κυρίαρχα και δευτερεύοντα σημεία αναφοράς (εξέχουσες οικοδομές και άλλα ιεραρχικά σημεία δευτερεύουσας σημασίας) στον αστικό χώρο και παράλληλη αναγνώριση μορφολογικών χαρακτηριστικών των δρόμων, επισημαίνονται συγκεκριμένες διαδρομές στο εσωτερικό του πολεοδομικού οργανισμού που αναδεικνύουν τη λειτουργική δομή των δρόμων και παράλληλα τη διαφορετική οργάνωση των επιμέρους ενοτήτων της πόλης.
Τις βασικές διαδρομές αποτελούν οι δρόμοι Ευγ. Βουλγάρεως, (Cale dell’acque) με συνέχεια την άλλοτε Strada Reale ή Νικ. Θεοτόκη (Cale d’erbe o dei Mercanti). Η Αγ. Σπυρίδωνος (Cale del Santo) με συνέχεια τη Φιλελλήνων (Mastraca) που οδηγεί στη σημερινή Πλατεία Μητροπόλεως. Τέλος η Γκίλφορδ (Strada R. Raimonda) με συνέχεια τους δρόμους: M. Theotoki (Cale dei Mercanti), Φιλαρμονικής (Cale Guistinian) και Δούσμανη (S. Nicolo-Volto). Οι βασικές διαδρομές σε τμήματα τους συγκεντρώνουν το εμπόριο, εξασφαλίζουν την επικοινωνία διαφορετικών τομέων της πόλης, ενώ παράλληλα πάνω τους αρθρώνονται εξέχουσες για την πόλη οικοδομές. Πρέπει να αναφερθεί ο διπλός σημαντικός ρόλος της τελευταίας διαδρομής για την οργάνωση της πόλης. Εκτός του ότι συνέδεσε δύο δευτερεύουσες πύλες διασχίζοντας διαφορετικά τμήματα του οικιστικού συνόλου, λειτουργεί σαν κύριος συλλεκτήριος δρόμος, ενώ παράλληλα στη διασταύρωση του με τις οδούς Ευγ. Βουλγάρεως και Νικ. Θεοτόκη, ορίζεται το αρχικό εμπορικό κέντρο και συγκροτείται το κέντρο της πόλης.
Κεντρική περιοχή: Τμήματα βασικών δρόμων και κυρίαρχα σημεία αναφοράς οριοθετούν την κεντρική περιοχή που συγκεντρώνει τις βασικές λειτουργίες της πόλης: το αρχικό εμπορικό κέντρο (Μιχ. Θεοτόκη και Πλατεία Βραχλιώτη) μεταξύ δύο ελεύθερων χώρων που διαμορφώθηκαν σταδιακά σε κοινωνικά κέντρα, εκφράζοντας συμβολικά τους Ευγενείς και την άρχουσα Βενετική διοίκηση (17ος, 18ος αιώνας) η άλλοτε Piazza della Loggia ή Del Teatro και σημερινή πλατεία Μιχ. Θεοτόκη. Η σημερινή Πλατεία Ηρώων, άλλοτε Πλατεία των Στερνών ή Del Banco που συγκέντρωνε τα σύμβολα της Ορθοδοξίας αρχικά (16ος, 17ος αιώνας) και αργότερα συμβόλιζε και την ανερχόμενη αστική τάξη (18ος, 19ος αιώνας ).
Αργότερα το εμπόριο επεκτάθηκε στις οδούς Νικ. Θεοτόκη, Ευγ. Βουλγάρεως, Φιλαρμονικής και στους μικρότερους πλησιέστερους δρόμους γύρω από το αρχικό εμπορικό κέντρο. Οι στοές και οι τοξοστοιχίες που χαρακτηρίζουν τους εμπορικούς δρόμους (άλλοτε ήταν αρκετά περισσότερες) προσδίδουν ένα χαρακτήρα ‘πλατείας’, δηλαδή τους προσδιορίζουν σαν χώρους καθημερινής κοινωνικής συνεύρεσης και συνάντησης:
Η σημερινή πλατεία Δημαρχείου, άλλοτε Λότζα των Ευγενών και μετέπειτα Θέατρο (Teatro S. Giacomo), η Καθολική Μητρόπολη (Duomo), η κατοικία του Λατίνου Αρχιεπισκόπου (σημερινή Τράπεζα της Ελλάδας), η κατοικία του Βαϊλου (στη θέση του σημερινού δημοτικού σχολείου).
Η σημερινή Πλατεία Ηρώων σχεδόν μπροστά (πριν την κατασκευή της Ιονικής Τράπεζας) στην κυριότερη εκκλησία της πόλης του Αγίου Σπυρίδωνα (που αποτελούσε ένα είδος ‘λαϊκής’ Μητρόπολης), συγκεντρώνει άλλες δυο σημαντικές ορθόδοξες εκκλησίες: την Υ. Θ. Φανερωμένη ή απλά Παναγιά των Ξένων και τον Αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο (έναν από τους παλαιότερους Καθεδρικούς των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων), την πρώτη Τράπεζα της Ελλάδας και μεγαλοαστικά μέγαρα. Τον 19ο αιώνα με την ανοικοδόμηση του Λιστόν και της Σπιανάδας, την κεντρική περιοχή συμπληρώνει ένας ακόμη χώρος κοινωνικής αίγλης, περιπάτου και αναψυχής. Τις δευτερεύουσες διαδρομές αποτελούν μικρότεροι δρόμοι τοπικής σημασίας (τα Καντούνια) που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των διαφορετικών ενοτήτων μεταξύ τους δια μέσου ιεραρχικών σημείων δευτερεύουσας σημασίας (ενορίες , αρχοντικά, τοπικά κέντρα, πλατείες, πλατώματα). Με εξαίρεση τη Μουστοξύδου (Larga ή Πλατύ Καντούνι) στην περιοχή Πόρτα Ρεμούντα, οι υπόλοιποι δρόμοι στενοί με μεταβαλλόμενο πλάτος (3,00 - 0,80μ) ακολουθούν τη μορφολογία του εδάφους, συχνά ανηφορικοί με σκάλες και ράμπες, θολωτά περάσματα, εντοπίζονται κυρίως το Καμπιέλο, τους Αγ. Πατέρες και τη μικρή συνοικία της Τενέδου. Με χαρακτηριστικά μεσαιωνικά (Strade di arrocamento) οι δευτερεύουσες διαδρομές συνθέτουν ένα δαιδαλώδες πλέγμα που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα εσωτερικά χαρακτηριστικά του Ιστορικού Κέντρου.
Η Σπιανάδα, που ουσιαστικά βρίσκεται εκτός πόλης, μεταξύ Παλιού Φορυρίου και δομημένου χώρου, αποτελεί το 1/3 της περιοχής εντός των τειχών και θεωρείται ένας ξεχωριστός ελεύθερος χώρος.
Χρησιμοποιήθηκε αρχικά σαν βασικός χώρος λειτουργιών της μεσαιωνικής πόλης (αγορά - el bazaro) και αργότερα χώρος για επίσημες τελετές. Διαμορφώθηκε για λόγους αμυντικούς στο σημερινό της μέγεθος (1628) μετά τις τότε τελικές κατεδαφίσεις. Ανάλογες διαμορφώσεις συναντούμε στις Βενετικές πόλεις με κοινά πολεοδομικά χαρακτηριστικά: Belluno, Castel Franco Veneto, Verona. To 19ο αιώνα πήρε την τελική, σημερινή της, μορφή με την κατασκευή στο βόρειο άκρο της του Ανακτόρου των Αγ. Μιχαήλ και Γεωργίου (κατοικία του άγγλου Αρμοστή) και το διαχωρισμό της σε δύο επιμέρους πλατείες, την άνω και κάτω Πλατεία, την ανοικοδόμηση του Λιστόν, τις δεντροφυτεύσεις και τις διαμορφώσεις με λειτουργικά στοιχεία αστικού εξοπλισμού. Η Σπιανάδα, αποτελώντας το μοναδικό σημαντικό ελεύθερο χώρο πρασίνου γίνεται χώρος περιπάτου και υπαίθριων εκδηλώσεων από τον 19ο αιώνα.
Η Πλατεία παλιού λιμανιού, αρχικά αποτελούσε χώρο εκτός των τειχών. Ήδη από την εποχή των Βενετών ένα μεγάλο μέρος του χώρου ήταν δομημένο. Κατά τον 19ο αι. έπειτα από σταδιακές επιχωματώσεις, δόθηκε η δυνατότητα συμπλήρωσης των κτιριακών εγκαταστάσεων με καλύτερη οργάνωση του χώρου. Εκεί συγκεντρώνονταν όλες οι βασικές λειτουργίες του κύριου άλλοτε λιμανιού της πόλης: κτίρια του λιμεναρχείου, λιμενικού ταμείου, τελωνείου, υγειονομικής υπηρεσίας, αλλά και του ταχυδρομείου καθώς και της στεγασμένης δημοτικής αγοράς, (τον περίφημο ‘Μαρκά’, που αποτελούσε καθημερινό χώρο συνάντησης των Κερκυραίων). Με τους βομβαρδισμούς του 1943 καταστράφηκε μεγάλο μέρος των κτιρίων. Η σημερινή της αδιάφορη διαμόρφωση, ανήκει στη μεταπολεμική περίοδο.
Στο εσωτερικό του οικιστικού συνόλου εκτός των πλατειών της κεντρικής περιοχής δεν υπάρχουν άλλοι ελεύθεροι διαμορφωμένοι χώροι με διαστάσεις πραγματικής πλατείας. Όλες οι μικρές πλατείες περισσότερο πλατώματα, ανήκουν σε μια μεσαιωνική οργάνωση της πόλης και τις συναντά κανείς διασκορπισμένες στις παλαιότερες συνοικίες. Η διάρθρωσή τους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, κάποιες θυμίζουν τα βενετσιάνικα Campielli. Τυπική άποψη της πλατείας συνθέτουν η εκκλησία, κάποιο ή κάποια αρχοντικά, μεγαλοαστικές κατοικίες και καμία φορά το πηγάδι που στην πραγματικότητα είναι η πλατεία της Κρεμαστής, η ωραιότερη πλατεία του Καμπιέλου. Πολλές φορές οι μικρές πλατείες και τα απλά ακανόνιστα πλατώματα λειτουργούν και σαν κόμβοι διανομής της κίνησης σε περισσότερους από δύο δρόμους (δίστρατα, τρίστρατα, κλπ.). Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι πλατείες: Αγ. Ελένης, Παντοκράτορα και η παλιά πλατεία Ταξιάρχη.
Παράλληλα με την Ιστορική Πόλη του 19ου αιώνα συνυπάρχουν και τέσσερα προάστια διαμορφωμένα ήδη από τον 18ο αιώνα: Ανεμόμυλος, Γαρίτσα, Σαρόκκο και Μαντούκι, ενώ σημειώνονται και προγενέστερες αναφορές σχετικά με την ύπαρξή τους.
Επιχειρώντας μια λογική αφαιρετική αναδρομή στο χώρο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα Ν.Α προάστια προϋφίστανται ίσως και της ίδιας της πόλης, μια και βρίσκονται πάνω στην πιο κοντινή διαδρομή μεταξύ θέσης της αρχαίας πόλης και αρχικής οχυρωμένης οικιστικής συνάθροισης στο Παλιό Φρούριο. Ενδείξεις για μια τέτοια υπόθεση αποτελούν η ύπαρξη βυζαντινής μονής του 11ου αιώνα και μεταγενέστερες άλλες εκκλησίες στον Ανεμόμυλο και τη Γαρίτσα κυρίως.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα τα προάστια αυτά συμπεριφέρονται ανεξάρτητα από την πόλη, λόγω της κλειστής μορφής που της είχε επιβληθεί από τους Βενετούς. Εξαίρεση αποτελεί το Σαρόκκο, στο σημερινό κέντρο της πόλης, πάνω στο βασικό άξονα εισόδου στην πόλη, σε άμεση σχέση και εξάρτηση από αυτή. Η πολεοδομική μορφολογία και στις τέσσερις περιπτώσεις ακολουθεί το γραμμικό μοντέλο ανάπτυξης της πόλης. Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας διαγράφονται νέες τάσεις ανάπτυξης, ενώ το νησί ακολουθεί τη βιομηχανική επανάσταση στο δημογραφικό, τεχνολογικό και οικονομικό τομέα. Ο ρόλος της πόλης αλλάζει, παύει πια να είναι εκείνος του ισχυρού οχυρού. Με σταδιακές κατεδαφίσεις εξαφανίζονται σημαντικά τμήματα των τειχών και των συμπληρωματικών οχυρώσεων. Ο ρόλος του λιμανιού καθορίζει την εξέλιξη της πόλης από δω και πέρα.
Με την κατεδάφιση της Porta Raimonda το 1873 από τους Άγγλους και τη διάνοιξη του παραλιακού δρόμου της Γαρίτσας, καθώς και τις μετέπειτα σταδιακές κατεδαφίσεις των τειχών μετά την Ένωση με την Έλλάδα, η πόλη ανεμπόδιστη από τα παλιά όρια, τελικά θα ενωθεί με τα γύρω προάστια κατά τον 20ο αιώνα. Παρά τις αυξημένες οικιστικές πιέσεις, το Αγγλικό σχέδιο επέκτασης στην περιοχή Φορτιά, που διέπεται από την κλασσική αντίληψη πολεοδόμησης του 19ου αιώνα, βρίσκει εφαρμογή μόνο το 1873. Μεμονωμένες επεκτάσεις σημειώνονται για βιομηχανικές εγκαταστάσεις στα παραλιακά προάστια, κυρίως στο Μαντούκι. Η ένταξη στο ελληνικό κράτος με τη σταδιακή αποδυνάμωση του ρόλου της πόλης, οι πόλεμοι και οι συνέπειες των βομβαρδισμών καθορίζουν την εξέλιξή της κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ου αιώνα. Μετά τον πόλεμο, η πόλη συνεχίζει να επεκτείνεται, ενώ διαγράφονται οι πρώτες τάσεις τουριστικής ανάπτυξης.
Τα οχυρωματικά έργα με κορυφαία στοιχεία τους το Παλαιό και Νέο Φρούριο, πέρα από την ιδιαίτερη σημασία τους για την εξέλιξη της πόλης, αποτελούν αυτά καθ’ αυτά αξιόλογα παραδείγματα της στρατιωτικής αμυντικής τέχνης και οικοδομικής τέχνης της εποχής τους (από τον 15ο έως τον 18ο αι.). Έργα κορυφαίων αρχιτεκτόνων και μηχανικών, αποτελούν ένα από τα τελειότερα αμυντικά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν στην Μεσόγειο του οποίου η αποτελεσματικότητα αποδείχθηκε από τις διαδοχικές αποκρούσεις των επιθέσεων των Τούρκων.
Η κατασκευή τους συγκέντρωσε όλη την ανθρώπινη ευφυΐα, διαμέσου της επιστήμης και της τέχνης, σε μία οργανωμένη προσπάθεια του ισχυρού και του ωραίου, να θριαμβεύσει πάνω στη φύση. Ισοπεδώθηκαν βουνά, ανοίχτηκαν λιμάνια, διαμορφώθηκαν νησιά, υψώθηκαν τείχη και φρούρια, συγκροτήθηκε ο θρίαμβος της οικοδομικής τέχνης, ώστε όπως δήλωνε ο Βενετός συγκλητικός Nicolo Zeno, ο τόπος ισχυρότατος εκ φύσεως, έγινε από εμάς, με τέχνη και έξοδα απόρθητος.
Χαρακτηριστικό στοιχείο στην σύνθεση της εικόνας της πόλης, αποτελεί η δίκορφη βραχώδης απόληξη της ανατολικής πλευράς, που ως ‘νήσος εν νήσω’, ελέγχει περισκοπικά το θαλάσσιο πέρασμα. Διακρίνονται ανέπαφες οι επιβλητικές βενετικές οχυρώσεις, που συγκρατούν σε τρία διαμορφωμένα επίπεδα τα μεταγενέστερα, λιτά και ογκώδη κτίρια της αγγλικής περιόδου.
Η επικοινωνία με την πόλη γίνεται μέσω σιδερένιας γέφυρας μήκους 60 μ., σε αντικατάσταση της παλαιάς κινητής πάνω από θαλάσσια τάφρο (contra - fossa), στον άξονα συμμετρίας της δυτικής όψης, ανάμεσα από τους προμαχώνες Martinengo (αριστερά) και Savorgnan (δεξιά).
Το συγκρότημα της εισόδου αποτελείται από ένα κεντρικό θολωτό διάδρομο διακινήσεως και δύο επίσης θολωτές αίθουσες στις δύο πλευρές του. Το μοναδικό τοξωτό άνοιγμα εισόδου, που διαμορφωμένο εξωτερικά με μνημειακή σύνθεση, διατηρεί ακόμη την παλιά ξύλινη καρφωτή πόρτα, όπως και τις σχισμές που περνούσαν οι αλυσίδες για την ανάρτηση της κινητής γέφυρας.
Παράλληλα με την εξωτερική θαλάσσια τάφρο, υπάρχει στη συνέχεια ξηρά τάφρος πλάτους 22μ. η οποία γεφυρώνεται με λίθινη τοξωτή γέφυρα (1603), απ’ όπου ξεκινάει το τοίχωμα του κυρίως Φρουρίου. Στη θέση αυτή σήμερα βρίσκεται ένα επίμηκες επιβλητικό κτίσμα με ορατή πλινθοδομή, της αγγλικής περιόδου και η πρόσβαση στους υπόλοιπους χώρους γίνεται δια μέσου τριών θολωτών διαδρόμων, που διαμορφώνονται στη βάση του κτίσματος.
Κάθετα στο πέρασμα υπάρχει ο τοίχος αντιστήριξης του ψηλότερου επιπέδου, όπου στις διαμορφωμένες επάλληλες θολωτές κόγχες του, συγκεντρώνονται οικόσημα επιφανών ανδρών της Βενετικής Πολιτείας. Δύο συμμετρικές ως προς το πέρασμα λίθινες σκάλες, οδηγούν στο ψηλότερο επίπεδο, ενώ δεξιά διαμορφώνεται ο ανοικτός χώρος της Βερσιάδας, με τον δωρικού ρυθμού ναό του Αγ. Γεωργίου στο βάθος. Στην αριστερή πλευρά, διαμέσου κεκλιμένης στοάς φτάνει κανείς στην ξηρά τάφρο, ενώ μετά από συνεχόμενα πλατώματα και μικρά κεκλιμένα επίπεδα και θολωτή στοά, ο επισκέπτης οδηγείται σε μικρή πύλη των περιμετρικών τειχών, προς το λιμάνι του Μανδρακίου, όπου σήμερα ελλιμενίζονται ιστιοπλοϊκά σκάφη. Από το σημείο αυτό, ξεκινά υπόγεια διάβαση που οδηγεί στο οχυρωμένο ακρωτήριο Καβοσίδερο.
Το ψηλότερο διαμορφωμένο επίπεδο της ακρόπολης περιλαμβάνει τις δύο οχυρωμένες κορυφές, τον Πύργο της Ξηράς και τον Πύργο της Θάλασσας και τον μεταξύ τους χώρο, την Cittadella. Εκεί σώζεται το κτίριο των Ενετικών Φυλακών, που έχει δεχθεί προσθήκη ορόφου από τους Άγγλους, όπως και ένα μεγάλο κτίριο στρατώνων της Αγγλοκρατίας, με πολύ ενδιαφέρουσα διαμόρφωση δώματος.
Από εκεί, ένας στενός ανηφορικός δρόμος, περιβάλλοντας τον βράχο, καταλήγει στην είσοδο μιας κλιμακωτής στοάς, (άλλοτε μυστικής), και εξασφαλίζει την πρόσβαση στην κορυφή του βράχου, αποκαλύπτοντας θαυμάσιες οπτικές τόσο της πόλης όσο και του ίδιου Φρουρίου.
Όλοι οι χώροι του Φρουρίου είναι σήμερα επισκέψιμοι (εκτός του εσωτερικού των δύο προμαχώνων της εισόδου), συνθέτοντας μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιήγηση σε ανοικτούς και στεγασμένους χώρους διαφόρων περιόδων κατασκευής, μέσω στενών στοών, αποκαλύπτοντας όλο το μεγαλείο των περασμένων εποχών. Τα ανάγλυφα βενετικά εμβλήματα, με τους μαρμάρινους φτερωτούς λέοντες του Αγ. Μάρκου, οι ποικίλες επιγραφές, τα οικόσημα, όπως και τα διάσπαρτα κανόνια συντελούν πολύ στην διαμόρφωση της γενικής εικόνας.
Το Παλαιό Φρούριο σήμερα στεγάζει τα Αρχεία του Νομού Κέρκυρας , τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σχολές του Ιονίου Πανεπιστημίου, αίθουσες εκθέσεων και εκδηλώσεων και γενικότερα λειτουργεί ως ανοικτός μνημειακός χώρος.
Στους ελεύθερους χώρους του (Βερσιάδα) πραγματοποιούνται μουσικές εκδηλώσεις, ενώ λειτουργούν επίσης αναψυκτήριο, πωλητήριο ειδών πολιτιστικού ενδιαφέροντος και εστιατόριο στο Μανδράκι.
Οι επιβλητικές οχυρώσεις του Νέου Φρουρίου δεσπόζουν στη βορειοδυτική πλευρά της Παλιάς Πόλης, στο ύψωμα του Αγ. Μάρκου, πάνω από το Παλαιό Λιμάνι, κλείνοντας την εικόνα της πόλης προς τα δυτικά. Παρά το ότι είναι μικρότερο σε μέγεθος από το Παλαιό Φρούριο, καταφέρνει έναν ισότιμο διάλογο μαζί του, αφού οι αδροί λίθινοι όγκοι του, που προβάλλονται πάνω από τις στέγες των σπιτιών, ισορροπούν την περισσότερο πολύπλοκη μορφή του Παλαιού Φρουρίου στην άλλη άκρη της εικόνας.
Το Νέο Φρούριο οργανώνει σε δύο επίπεδα, το χαμηλό και το υψηλό. Στο χαμηλό επίπεδο, που περιλαμβάνει έναν πενταγωνικό προμαχώνα, έναν επιπρομαχώνα και το μικρό οχυρό της ‘Punta Pepretura’, βρίσκεται τριώροφο επιβλητικό κτίσμα με ορατή πλινθοδομή του 19ου αι. που χρησιμοποιείται σήμερα ως Ναυτική βάση. Το υψηλό επίπεδο οχύρωσης μορφώνεται με δύο προμαχώνες στα δυτικά που ονομάζονται των ‘Επτά Ανέμων’ και συγκρατούν ένα τριώροφο επιβλητικό κτίσμα της περιόδου της Αγγλοκρατίας (1854), που λόγω του μεγέθους του και της επιβλητικής του δομής, ολοκληρώνει τη σύνθεση των όγκων του Φρουρίου με ιδιαίτερο τρόπο. Το σημαντικό αυτό κτίριο με το θαυμάσιο εσωτερικό, σήμερα στεγάζει εκθεσιακούς χώρους και δημοτικό αναψυκτήριο. Στο εσωτερικό των προμαχώνων και των οχυρών, σε όλη σχεδόν την έκταση του Φρουρίου, υπάρχει ένα πλούσιο δίκτυο υπόγειων στοών, η ανάδειξη του οποίου θα επιτρέψει την προβολή του συνολικού ύφους του οχυρωματικού αυτού έργου, που δυστυχώς σήμερα είναι ελλιπής. Στον επισκέπτη παρέχεται η δυνατότητα ευχάριστης περιήγησης, μέσα από στοές και περάσματα, σε όλους τους χώρους του Φρουρίου (εκτός των υπόγειων στοών), ενώ συγχρόνως αποκαλύπτονται θαυμάσιες οπτικές της πέμπτης όψης της πόλης.
Τέσσερις ήταν οι Πύλες της πόλης για την επικοινωνία προς τη θάλασσα, τους ευρύτερους περαστικούς οικισμούς και την ύπαιθρο γενικότερα.:
Η Βασιλική πύλη (Porta Reale), το πιο αξιόλογο έργο της Δυτικής περιτείχισης μεταξύ πλατφόρμας του Αγ. Αθανασίου και προμαχώνα Σαραντάρη, κατασκευασμένη μεταξύ 1576-78, αποτελούσε την κύρια είσοδο στην πόλη από το εσωτερικό του νησιού. Κατεδαφίστηκε το 1894 για τη διάνοιξη της οδού Γ. Θεοτόκη.
Πύλη Ραϊμόνδου (Porta Raimonda) στο νότιο άκρο της Σπιανάδας. Κατεδαφίστηκε στις άκρες του ομώνυμου προμαχώνα το 1837 από τους Άγγλους και διανοίχτηκε παραλιακός δρόμος προς τη Γαρίτσα.
Πύλη της Σπηλιάς (Porta di Spilea) ενσωματωμένη στον ομώνυμο στρατώνα για την επικοινωνία της πόλης με το νέο λιμάνι, που διαμορφώθηκε τον 16ο αιώνα για τις αυξημένες ανάγκες της πόλης, αποτελούσε την κύρια είσοδο από τη θάλασσα.
Πύλη του Αγ. Νικολάου (Porta S. Nicolo)στα βόρεια της Σπιανάδας, χαμηλά στο θαλάσσιο περιτείχισμα, κρυμμένη από το επίπεδο του δρόμου, ήταν ενσωματωμένη στο βενετικό κτίριο του στρατιωτικού Νοσοκομείου.
Στο Παλαιό Φρούριο:
Η κεντρική πύλη εισόδου, η μεγαλοπρεπής είσοδος, έργο του M. Sanmihell (αρχές 16ου αι.) στο κέντρο του συνδετικού τείχους μεταξύ των προμαχώνων Martinegο και Savorgan ή Porta Soranza, η αρχική πύλη εισόδου στο Παλαιό Φρούριο, από την πλευρά μικρού λιμανιού του Μανδρακίου. Η μορφή της ανάγεται σε διαμόρφωση του 1520.
Στο Νέο Φρούριο:
Η κεντρική πύλη εισόδου από τη θάλασσα (1577) έργο του F Vitteli η κατασκευή στρέφεται από οριζόντιο γείσο που πάνω του στηρίζεται σε μνημειώδες πλαίσιο το φτερωτό λιοντάρι, σύμβολο της Βενετίας.
Η νότια πύλη προς την πλευρά της πόλης, απλούστερης μορφής από την προηγούμενη.
Η ανάπτυξη της πόλης επηρεάστηκε και κατά μια έννοια καθορίστηκε από τα οχυρωματικά έργα που κατασκευάστηκαν στις διαφορετικές φάσεις εξέλιξής της.
Η πιο σημαντική περίοδος για την ιστορία των οχυρώσεων της Κέρκυρας είναι αναμφίβολα εκείνη της Βενετικής κυριαρχίας, δεδομένης της διάρκειας στο χρόνο (411 χρόνια) αλλά και των ιστορικών συνθηκών. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι περιορίστηκαν σε συμπληρωματικά και έργα βελτίωσης αυτών που προϋπήρχαν.
Τα οχυρωματικά έργα πέρα από την ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη της πόλης, παρουσιάζουν αυτά καθ’ αυτά αξιόλογα παραδείγματα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής και τεχνικής της εποχής τους. Η Βενετική Δημοκρατία ανέθεσε την κατασκευή τους σε μερικούς από τους καλύτερους αρχιτέκτονες κα μηχανικούς.
Οι διαφορετικές φάσεις των οχυρωματικών έργων διαφοροποιούνται μεταξύ τους, αντιπροσωπεύοντας διαφορετικές αντιλήψεις του αμυντικού συστήματος και καθορίζονται από τοπικά πολιτικοστρατιωτικά συμβάντα αλλά και από γεγονότα υπερτοπικής σημασίας.
Η εγκατάλειψη της αρχαίας πόλης πρέπει να εντοπίζεται μετά την επιδρομή των Γότθων 6ος αιώνας μ.Χ. Από τότε αρχίζει αργά και σταδιακά η μετοίκιση των κατοίκων της στη δύκορφη χερσόνησο (το σημερινό Παλαιό Φρούριο) για λόγους καλύτερης άμυνας που προσέφερε ο χώρος.
Ο πυρήνας αυτός αναπτύχθηκε γρήγορα, γύρω από το Βυζαντινό κάστρο και στις αρχές του 10ου αιώνα απέκτησε τίτλο Μητρόπολης. Οι βυζαντινοί και στη συνέχεια οι Δεσπότες της Ηπείρου και οι Ανδηγαυοί, οχύρωσαν την ακρόπολη και τις κορυφές της, χτίζοντας δυο πύργους (Castrum Veter ή Castel da Mare ή απλά Vecchio Castrum Novum ή Castel da terra ή απλά Nuovo). Ο μεσαιωνικός οικισμός δεν διέφερε από τις τυπικές οχυρωμένες μικρές πόλεις της εποχής με τα χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των λεπτών τειχών με επάλξεις που διακόπτονται από ψηλούς τετραγωνικούς και κυκλικούς πύργους.
Παλαιό Φρούριο
Η αμυντική πολιτική των Βενετών τα πρώτα 200 περίπου χρόνια περιορίζεται αποκλειστικά στην αναδιάρθρωση του αμυντικού συστήματος της ήδη οχυρωμένης μεσαιωνικής πόλης, ενώ παράλληλα με αυτή συνυπήρχε και ο οικισμός του Ξωπολιού (borgo) ήδη πυκνά διαμορφωμένος, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από το τέλος της βυζαντινής περιόδου. Τα έργα των Βενετών κατά τον 15ο αιώνα αφορούν στο διαχωρισμό της μικρής χερσονήσου από το υπόλοιπο νησί με θαλάσσια τάφρο, την Contrafossa και σε ριζικές αλλαγές της προηγούμενης οχύρωσης που ήταν πλέον άχρηστη σαν μέσο αντιμετώπισης του πυροβολικού. Συγκεκριμένα κατασκευάστηκαν νέα ισχυρά χαμηλού ύψους τείχη, που περιέβαλαν αφενός την παραλία σε χαμηλότερο επίπεδο και αφετέρου ψηλότερα τις δυο κορυφές (που ισοπεδώθηκαν και απέκτησαν νέα οχυρά στις ίδιες θέσεις).
Η εξέλιξη όμως των τακτικών του πολέμου πολύ σύντομα στις αρχές του 16ου αιώνα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό του μετώπου της δυτικής πλευράς απέναντι στην Contrafossa. Το έργο ανέλαβε ο M. Sammicheli, ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες και θεωρητικούς του νέου αμυντικού συστήματος των προμαχώνων, που διέθετε το πλεονέκτημα της πλαγιοφύλαξης, επιτρέποντας στα κανόνια να βάλλουν παράλληλα στο τείχος. Κατασκευάστηκε ένα νέο αμυντικό μέτωπο μπροστά στην Contrafossa με δυο μεγάλους όμοιους πενταγωνικούς προμαχώνες (Savorgnan και Martinengo), ενώ μια μεγαλοπρεπής είσοδος ανοίχτηκε στο συνδετικό τείχος (cortina) στο κέντρο. Η δε σύνδεση με την ξηρά εξασφαλίστηκε με κινητή ξύλινη γέφυρα. Επίσης επεκτάθηκε ο ελεύθερος χώρος της «Spianata» μεταξύ του «borgo» και οτυ οχυρού και καθορίστηκαν ακριβέστερα τα όριά του. Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1558 και έδωσαν στο Φρούριο το εντυπωσιακό τελικό σχήμα του με την χαρακτηριστική συμμετρία του από τη δυτική πλευρά. Εφοδιασμένο με πυροβολεία, στρατώνες, διοικητικά κτίρια, αποθήκες, οπλοστάσιο, στέρνες και πολλές υπόγειες σήραγγες επικοινωνίας, έγινε απόρθητο.
Μετά την περιτείχιση της πόλης το Παλιό Φρούριο «Fortezza Vecchia» από τις αρχές του 17ου αιώνα μετατρέπεται σταδιακά σε στρατιωτική κυρίως βάση, διατηρώντας ορισμένα θρησκευτικά και κοσμικά κτίρια, από τα οποία το σπουδαιότερο ήταν το παλάτι του Γενικού Προνοητή και τους στρατώνες του Πασχαλίγου. Σε λεπτομερή χάρτη του Φρουρίου διακρίνονται οι οχυρώσεις και τα κτίρια, όπως διαμορφώθηκαν μετά από τις τελικές τροποποιήσεις και συμπληρώσεις των Βενετών.
Οι βασικότερες επεμβάσεις των Άγγλων αφορούν σε εσωτερικές αναδιαρθρώσεις με κατεδαφίσεις στο νότιο κυρίως τμήμα της «Versiada» και αντικαταστάσεις με νέες κτιριακές κατασκευές. Από αυτές ξεχωρίζουν το στρατιωτικό νοσοκομείο, ανάμεσα στις δύο κορυφές στο χώρο της ακρόπολης (Cittadella), η ογκώδης δωρικού ρυθμού εκκλησία του Αγ. Γεωργίου και οι επιμήκεις αγγλικοί στρατώνες κοντά στην είσοδο.
Από τα κτίσματα της Βενετοκρατίας σώζονται ακόμη διάφορες στρατιωτικές αποθήκες (όπως η αποθήκη ειδών εξοπλισμού στόλου προς το Μαντράκι 1970), ένα μικρό κτίριο φυλακών (1786), η μικρή λατινική εκκλησία της Παναγίας del Carmine (μετά το1603) αλλοιωμένη σε μεγάλο βαθμό) υπόγειες στοές, κλπ. Επίσης διατηρείται σε σημαντικό βαθμό η περιτείχιση όπως και η αρχική (Porta Soranza 1520) και τελική πύλη εισόδου.
Η περιτείχιση της πόλης περιελάμβανε και ένα νέο φρούριο που συμπλήρωνε τα οχυρωματικά της έργα. Κατασκευασμένο από τον στρατιωτικό μηχανικό Ferrante Vitteli όπως και τα περιμετρικά τείχη της πόλης ολοκληρώθηκε το 1578. Είναι μικρότερο από το Παλιό και εξυπηρετούσε καθαρά αμυντικούς σκοπούς και αποτελείται από δύο βασικά επίπεδα. Το χαμηλότερο που προστάτευε το νέο λιμάνι έχει προς τη ΒΑ πλευρά ένα μικρό κεντρικό (πενταγωνικό) προμαχώνα και δυο κορτίνες που το συνδέουν αφενός με τα τείχη της πόλης, αφετέρου με ένα μικρό οχυρό (την Punta Perpetura), ενώ το ψηλότερο επίπεδο, που προστάτευε την πλευρά της υπαίθρου έχει προς τη δύση δύο μεγάλους προμαχώνες (Sette venti) και το συνδετικό τείχος μεταξύ τους.
Το Νέο Φρούριο διαθέτει δύο πύλες εισόδου: την εντυπωσιακή κύρια πύλη με το Βενετικό λιοντάρι που είναι στραμμένη προς το λιμάνι και μια δεύτερη που ανοίχτηκε προς την πόλη.
Από τα σωζόμενα κτίρια που ανήκουν στην αγγλοκρατία εντυπωσιάζει ο τεράστιος στρατώνας που επιστρέφει την κορυφή του, επίσης σώζονται και αρκετές υπόγειες διαβάσεις.
Η υπέρβαση του κεντρικού αρχικού πυρήνα -μεσαιωνική πόλη- από πλευράς βενετικής διοίκησης πραγματοποιείται μόνο στα τέλη του 16ου αιώνα όποτε και αναγνωρίζεται το borgo σαν κύριο κέντρο του νησιού μετά την οργάνωση του, που ολοκληρώνεται το 1588. Η περιτείχιση οργανώνεται μετά από σχεδιασμό που στοχεύει κυρίως στον στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρου του οργανισμού. Το σχέδιο δεν δέχτηκε επιδράσεις και περιορισμούς που θα υπαγόρευαν η πραγματική έκταση του ήδη πυκνοδομημένου οικισμού, των ευρύτερων περιφερειακών και οικιστικών εγκαταστάσεων και των φυσικών διαμορφώσεων του εδάφους (λόφοι Αγ. Μάρκου και Γαρίτσας -Castrate-). Παίρνει όμως υπόψη του προϋφιστάμενες καταστάσεις -βασικές διαδρομές πριν την περιτείχιση, καθιερώνοντάς τες, με την τοποθέτηση των πυλών. Εξάλλου, η οχύρωση του τείχους με τους Βενετικούς προμαχώνες πέρα από το ότι ορθολογίζει, με βάση τις νέες αντιλήψεις των στρατιωτικών οχυρώσεων την υπάρχουσα μορφολογία του εδάφους, μαζί με τον αποκλεισμό οικοδόμησης στη Σπιανάδα και τα αμυντικά κενά -quasti- περιμετρικά των τειχών θα εξαλείψει κάθε δυνατότητα μελλοντικής επέκτασης της πόλης. Έτσι τα τείχη του 16ου αιώνα έχουν μια άμεση επίδραση και καθορίζουν για αιώνες τη μορφή του Ιστορικού Κέντρου. Πράγματι επιβάλλοντας περιορισμούς στην ανάπτυξη καθ’ ύψους επιβάλλουν μια ανάπτυξη κέθε δυνατής εκμετάλλευσης του εδάφους κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η περιτείχιση οργανώνεται ως εξής: Προς τη Δύση η γραμμή της άμυνας ξεκινούσε με μισό προμαχώνα και ακολουθούσαν στη συνέχεια δυο προμαχώνες (Ραϊμόνδου νότια και Σαραντάρη προς βορά πλάι στο Ν. Φρούριο), και μια πλατφόρμα (Αγ. Αθανασίου) ανάμεσά τους με τις απαραίτητες συνδετικές κορτίνες (μεταξύ προμαχώνα Ραϊμόνδου - πλατφόρμας Αγ. Αθανασίου και προμαχώνα Σαραντάρη - πλατφόρμας Αγ. Αθανασίου). Οι προμαχώνες όπως και η πλατφόρμα είχαν καμπύλα πλαϊνά τμήματα (και όχι πλέον ορθογωνικά όπως του Παλιού Φρουρίου) και εξασφαλίζονταν από μια ξηρά τάφρο, κατά μήκος της οποίας υπήρχε καλυμμένος δρόμος. Από το μισό προμαχώνα ΝΑ ξεκινούσαν τα τείχη της Σπιανάδας (η οποία πήρε το τελικό της σχήμα περί το 1630) και προχωρούσαν προς το Βορρά για να καταλήξουν στο θαλάσσιο τείχος (Μουράγια) που δεν είχε ιδιαίτερη ενίσχυση.
Τα αμυντικά έργα της πόλη συμπληρώθηκαν κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, βάση σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Filippo Verneda με μια δέυτερη συμπληρωματική γραμμή των οχυρών στη δυτική πλευρά, ενώ οι τελευταίες ενισχύσεις τους στη φάση της βενετοκρατίας, έγιναν τον 18ο αιώνα (μετά την τούρκικη πολιορκία του 1716) από τον στρατάρχη Schulemburg που οχύρωσε και τους λόφους Αβράμη, Σωτήρος και Σαν Ρόκκο που βρίσκονταν κοντά στο δυτικό τείχος.
Οι βασικότερες επεμβάσεις που έγιναν το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στο αμυντικό σύστημα οφείλονται στους Άγγλους. Αυτοί ξεκίνησαν την εφαρμογή ενός προγράμματος (που δεν ολοκληρώθηκε) και που στόχευε στη διατήρηση τριών μόνο οχυρών, θέσεων, δηλαδή του Παλιού Φρουρίου, του Νέου Φρουρίου και του μικρού νησιού Βίδο (που είχαν αρχίσει να οχυρώνουν ήδη οι Γάλλοι και αποτελούσε βασικό σημείο ελέγχου του λιμανιού).
Το σχέδιο προέβλεπε την κατεδάφιση όλων των δυτικών οχυρωμάτων. Οι Άγγλοι τελικά κατεδάφισαν οχυρωματικά έργα στην ΝΔ πλευρά το 1837 με την πύλη Ραϊμόνδου και διανοίχτηκε παραλιακός δρόμος προς τη Γαρίτσα και το 1838 ισοπεδώθηκε το οχυρό του Σωτήρος και στο χώρο που δημιουργήθηκε χτίστηκαν οι πολιτικές φυλακές.
Μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα το 1864, τα φρούρια αφοπλίστηκαν και στη συνέχεια τμήματα των τειχών και των άλλων οχυρωματικών έργων της πόλης βαθμιαία κατεδαφίστηκαν.
Από τη δυτική περιτείχιση της πόλης σώζεται ακόμη ο προμαχώνας Σαραντάρη και τμήμα της πλατφόρμας Αγ. Αθανασίου (της οποίας το χαμηλότερο επίπεδο έχει διαμορφωθεί σε γυμναστήριο από τα τέλη του 19ου αιώνα). Σώζεται επίσης ΝΔ τμήμα του προμαχώνα Ραϊμόνδου και τέλος τα παραλιακά τείχη (κάτω όμως από τη στάθμη του δρόμου).
Λίγες είναι οι εκκλησίες που σώζονται στο χώρο της πόλης αλλά και σε όλο το νησί από την παλαιοχριστιανική και μεσοβυζαντινή εποχή.
Η αποκοπή από τη Βυζαντινή παράδοση από τον 13ο αιώνα, τα 100 χρόνια της Ανδηγαυικής κατάκτησης και στη συνέχεια η επαφή με τη Βενετία για τέσσερις αιώνες, έδωσαν το ρόλο του πρωταγωνιστή στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του νησιού στις ξένες επιδράσεις.
Μη έχοντας παρά ελάχιστα παραδείγματα από τη Βυζαντινή περίοδο, οι Κερκυραίοι έχτισαν τις εκκλησίες τους σύμφωνα με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει την ορθόδοξη πίστη τους, που αντίθετα ήταν ανεπτυγμένη σ μεγάλο βαθμό. Έτσι ο τύπος που επικράτησε στην κερκυραϊκή (αλλά και γενικότερα την επτανησιακή ναοδομία), ήταν τελικά της μονόκλιτης ξυλόστεγης και σπάνια της τρίκλιτης βασιλικής. Η υιοθέτηση των τυπολογικών, μορφολογικών και διακοσμητικών στοιχείων από την ιταλική τέχνη της περιόδου, δηλαδή την τέχνη της Αναγένησης και του Μπαρόκ και η χρήση μόνο σε μικρό βαθμό μορφών της βυζαντινής παράδοσης ήταν φυσικό επακόλουθο των ιστορικών συγκυριών.
Ο μεγάλος αριθμός (55) των εκκλησιών που υπήρχαν στην Παλιά Πόλη (σήμερα σώζονται 36), δείχνει την προσήλωση των Κερκυραίων στις παραδόσεις και τη στενή τους σχέση με την πίστη.
Οι εκκλησίες ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδιόκτητες ή άνηκαν σε αδελφότητα οικογενειών ή συντεχνιών, ενώ λίγες άνηκαν στο δημόσιο. Η Βενετική διοίκηση παραχωρούσε τις τελευταίες με τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των εισοδημάτων τους σε ιδιώτες, που αντίστοιχα είχαν ορισμένες οικονομικές υποχρεώσεις προς αυτήν. Οι ιδιωτικές χτίζονταν ενίοτε από εύπορους Κερκυραίους, που τις προίκιζαν με την περιουσία τους, ενώ οι συναδελφικές συντηρούνταν από τους αδελφούς, που θάβονταν εκεί.
Μορφολογικά, στα μνημεία της πόλης που χτίστηκαν από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα (που δεν σώζονται ή και δεν αναγνωρίζονται οι αρχικές φάσεις τους πια) θα επικρατούσαν τα γοτθικά στοιχεία. Όσα χτίστηκαν κατά τον 16ο και 17ο αιώνα (και που διατηρούνται σε σημαντικό βαθμό σήμερα), ακολουθούν τα αναγεννησιακά και μανιεριστικά κυρίως πρότυπα. Στα μνημεία αυτά ο τύπος της μονόκλιτης βασιλικής εμφανίζεται αρκετές φορές με την ιδιοτυπία ενός περιμετρικού διαδρόμου σε σχήμα Π (εξωνάρθηκα). Οι κερκυραϊκοί ναοί συνδυάζονται επίσης πάντοτε με την κατοικία του ιερέα, που μπορεί να είναι ενωμένη με τον κύριο όγκο τους ή να είναι ανεξάρτητο μονώροφο ή διώροφο πρόσκτισμα. Εκτός από τις μονόκλιτες βασιλικές σπάνια συναντάς ορισμένες τρίκλιτες βασιλικές. Οι εκκλησίες διαφέρουν σημαντικά από άποψη μεγέθους και διακοσμητικού πλούτου από τα δυτικά παραδείγματα. Γενικά οι όψεις τους είναι λιτές. Η ανάδειξή τους ακόμη και στα πιο σπουδαία έργα βασίζεται κυρίως στα λίθινα πλαίσια των ανοιγμάτων τους. Στις περιπτώσεις μνημείων με περιμετρικό διάδρομο, ο κυρίως ναός υψώνεται από αυτόν και οι μακρές πλευρές του φωτίζονται, στα παλιότερα παραδείγματα, από δύο μεγάλους ημικυκλικούς φεγγίτες, χαρακτηριστικό στοιχείο της βενετικής ναοδομίας. Από το τέλος της περιόδου καθιερώνονται τα υψίκορμα παράθυρα στις πλάγιες όψεις. Ο γυναικωνίτης φωτίζεται συνήθως από δύο τοξωτά παράθυρα, τοποθετημένα στη στενή πλευρά, ενώ ψηλότερα ένας κυκλικός φεγγίτης (στοιχείο καθαρά δυτικό) ενισχύει το φωτισμό του ή εξυπηρετεί τον αερισμό της στέγης αλλά παράλληλα τονίζει τον άξονα της όψης.
Οι εκκλησίες συνοδεύονται από ψηλά κωδωνοστάσια πυργοειδή ή μορφής διάτρητου τοιχώματος με ελικωτά πτερύγια.
Τον 18ο αιώνα δεν κτίζονται πολλά νέα μνημεία, αλλά υπάρχει σημαντικός αριθμός μετασκευών (επέκταση, αύξηση ύψους, εξωτερική αναμόρφωση) των παλαιοτέρων. Ο τύπος που επικρατεί είναι και πάλι της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής και σπάνια της τρίκλιτης. Στα νέα μνημεία όσο και στα αναμορφωμένα, διαπιστώνεται η πλήρης επικράτηση των δυτικών προτύπων. Ενώ οι όψεις τους είναι απέριτες, το εσωτερικό των εκκλησιών όπως διαμορφώνεται κυρίως μετά τον 17ο αιώνα, είναι πλούσια διακοσμημένο και ιδιαίτερα υποβλητικό. Το χτιστό τέμπλο με λαξευτή διακόσμηση, οι φορητές εικόνες, η αγιογραφημένη συχνά οροφή (η ουρανία), τα σκαλιστά στασίδια, τα καντήλια και τα διάφορα αναθήματα, υποβάλλουν και δημιουργούν κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι αναλογίες του κεντρικού χώρου των ναών είναι περίπου 1,2 . Το ιερό, που το βάθος του φθάνει το 1/4 του κύριου χώρου, απολήγει σε μια συνήθως ευμεγέθη, ημικυκλική ή ημιεξαγωγική κόγχη ή και σε τρεις. Πάνω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει κιβώτιο συνήθως λίθινο, στοιχείο προερχόμενο από δυτική επίδραση. Στοιχεία δυτικής επίδρασης είναι και τα προσκυνητάρια που βρίσκονται δεξιά και αριστερά του τέμπλου.
Στην πλευρά που βρίσκεται απέναντι από το ιερό διαμορφώνεται σε ψηλότερο επίπεδο ο γυναικωνίτης, που απομονώνεται από τον κυρίως ναό με ξύλινο κιγκλίδωμα, κατά την ανατολική παράδοση. Το δάπεδο των ναών σχηματίζει συνήθως τρία επίπεδα, με το ψηλότερο στο ιερό και το μεσαίο περίπου μέχρι τα πλάγια θυρώματα. Οι είσοδοι προφυλάσσονται πάντοτε με ξύλινο ανεμοφράκτη. Ο προσανατολισμός των εκκλησιών της πόλης δεν είναι σταθερός, Ακολουθεί αναγκαστικά την πολεοδομική διάταξη και οι εκκλησίες βρίσκονται συνήθως σφιγμένες ανάμεσα στα σπίτια έχοντας μόνο ορισμένες πλευρές ελεύθερες. Έτσι η κύρια είσοδος βρίσκεται ανάλογα με τον τρόπο που είναι τοποθετημένος ο ναός στη στενή ή στη μακρά πλευρά.
Ο ναός που στεγάζει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, του πολιούχου της πόλης, είναι ο πιο φημισμένος της Κέρκυρας. Χτίστηκε το 1590 σε αντικατάσταση της προηγούμενης εκκλησίας που κατεδαφίστηκε λόγω της περιτείχισης. Το πανύψηλο πυργοειδές κωδωνοστάσιο του που δεσπόζει στην πόλη, θυμίζει το σχεδόν σύγχρονο του κωδωνοστάσιο του S. Giorgio del Greci στη Βενετία. Η ουρανία του ήταν ζωγραφισμένη τον 18ο αιώνα από τον σπουδαιότερο αγιογράφο Παναγιώτη Δοξαρά (το έργο καταστράφηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε νεότερο αντίγραφο). Από τα υπόλοιπα παραδείγματα της πόλης αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η Αντιβουνιώτισσα και ο Αγ. Ιωάννης που διατηρούν τον περιμετρικό εξωνάρθηκα. Ο Αγ. Ανδρέας συνδυασμένος με τριώροφη κατοικία και οι μόνες τρίκλιτες εκκλησίες που σώζονται η Μητρόπολη και η Παναγία των Ξένων.
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι λίγες λατινικές εκκλησίες της πόλης. Εκτός από το Duomo σώζεται ακόμη και το καθολικό της παλιάς μονής Του Αγ. Φραγκίσκου, η Παναγία της Τενέδου, η πιο σημαντική από αρχιτεκτονική άποψη, θολοσκεπής και με αναγεννησιακού χαρακτήρα τρούλο πάνω από το ιερό (που θυμίζει το Duomo της Φλωρεντίας) και ακόμη το πυργοειδές κωδωνοστάσιο από την παλαιότατη Annunziata. Κατά τον 19ο αιώνα το κλασικιστικό ιδίωμα που κατακτά την πόλη αποτυπώνεται και στα λίγα νέα εκκλησιαστικά κτίριά της, το ναό των Αγ. Πάντων (1850) και το ναό της Αγ. Σοφίας (1848) που ξαναχτίστηκε βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ι. Χρόνη.
6. Αγ. Σοφία και Αγ. Ιωσήφ 1650
Αρχικά ιδιωτική. Από το 1846 συναδελφική (συντεχνίες ξυλουργών και οικοδομών). Ξανακτίστηκε το 1848, βάση σχεδίων του Ι. Χρόνη. Ένα από τα ελάχιστα μνημεία ναοδομίας της πόλης, του 19οι αιώνα. Μικρή ξυλόστεγη μονόκλιτη βασιλική. Η δυτική όψη απ’ όπου και η είσοδος στο ναό, έχει συμμετρική διόρθωση με μεγάλο ημικυκλικό φεγγίτη πάνω από το κεντρικό θύρωμα που θυμίζει έργα των αρχών του 19ου αιώνα στη Βενετία (Αγ. Μαυρίκιου του G. Selva). Η όψη συνδυάζεται με κωδωνοστάσιο επτανησιακού τύπου.
13. Αγ. Πάντες & Παναγία των Βλαχερνών, 17ος αι.
Συναδελφική κρεοπωλών και σφαγείων. Ανακατασκευάστηκε, βάσει σχεδίων του 1850. Δεύτερο μνημείο της πόλης του 19ου αιώνα. Αφιερώθηκε και στην Παναγία Βλαχερνών λόγω κατεδάφισης της ομώνυμης εκκλησίας στο Ν. Φρούριο το 1826. Η κύρια όψη του μνημείου είναι η νότια που χαρακτηρίζεται από αυστηρόκλασικιστικό ύφος και συνδυάζεται ε το κωδωνοστάσιο. Το εικονοστάσιο του ναού, είναι από τα λίγα ξυλόγλυπτα παραδείγματα της πόλης.
14. Υ.Θ. Φανερωμένη Παναγία των Ξένων. Αρχές 18ου αι.
Κτίστηκε από τον Ιερομόναχο Νικόδημο. Αποτέλεσε ιδιαίτερη Ενορία των Ηπειρωτών της Κέρκυρας. Συναδελφική (συντεχνίες γουναράδων και χρυσοχόων). Τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική. Αναμόρφωση (αύξηση σε ύψος) το 1832 βάσει σχεδίων του Ι. Χρόνη. Το ξύλινο τέμπλο ανακατασκευάστηκε το 1875 από Ναπολιτάνους τεχνίτες. Η ουρανία ζωγραφισμένη από τον Ν. Κουτούζη (18ος αι.)
15. Αγ. Ελευθέριος & Αγ. Άννα, 1700
Κατοικία που διαμορφώθηκε σε εκκλησία ιδιωτική. Αναμορφώθηκε ριζικά το 1850 και εξωτερικά το 1915.
16. Σπηλιώτισσα & Αγ. Βλάσιος 1577
Σημερινή ορθόδοξη Μητρόπολη. Συναδελφική (οικογένειες ευγενών). Αντικατέστησε παλαιότερη εκκλησία του Αγ. Βλάσιου. Από το 1841 Μητροπολιτικός Ναός. Τρίκλιτη βασιλική. Κωδωνοστάσιο μεγάλου ύψους. Παρεμβάσεις εσωτερικά και εξωτερικά το 1913. Ανάμεσα στις πολυάριθμες εικόνες που την κοσμούν ξεχωρίζουν εκείνες των Μ. Δαμασκηνού (15ος αι.) και η πιο σημαντική εικόνα του ναού.
17. Υπαπαντή. Τέλος 16ου αι.
Συναδελφική του τύπου της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Εξωτερικά πολύ απλής μορφής. Υπέστη σοβαρή καταστροφή το 1943.
18. Ναός Παντοκράτορα (Μεταμόρφωση) Αρχές 16ου αι.
Συναδελφική. Το 1900 ιδιοκτησία 6 οικογενειών. Μετασκευές πιθανά μεταξύ 1572-1574. Ριζική ανακαίνιση 1716-1728. Αναστηλωμένη από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Με εξωνάρθηκα μόνο στη βορινή πλευρά και πρόκτισμα διώροφο, όπου ο όροφος χρησίμευε για κατοικία του ιερέα. Χαρακτηριστικό ο κατακόρυφος άξονας της πρόσοψης, που τονίζεται με την τοξωτή θύρα κύριας εισόδου, τα δύο κυκλικά παράθυρα και τον ολόγλυφο άγγελο στην κορυφή της στέγης (έργο του γλύπτη Torretti, 18ος αι.). Στις αρχές του 20ου αι. αντικαταστάθηκε το δάπεδο και αφαιρέθηκαν οι ταφόπετρες. Το σωζόμενο μαρμάρινο τέμπλο ζωγραφίστηκε από τον Χρυσολώρα.
19. Λιμνιώτισσα
Συναδελφική. Ιδιοκτησία αρχικά των οικογενειών Κουαρτάνου, Παλατιανού, Βεντούρα και Μπάλμπη.
20. Αγ. Αικατερίνη, 1690
Αρχικά ιδιωτικός Ναός. Κτήτορας: Ν. Καρυοφύλακτος. Από το 1704 συγκροτείται με το διπλανό κτίριο σε μικρή ανδρική μονή (6 μοναχών). Σήμερα ανήκει στο δημόσιο.
21. Αγ. Σπυρίδωνας, 1589
Αντικατέστησε προηγούμενη εκκλησία, που βρίσκοταν στο S. Rocco. Πολιούχος της πόλης. Ιδιοκτησία της οικογένειας Βούλγαρη. Η αρχική φάση συμπληρώνεται το 1594. Χαρακτηριστικό το πυργοειδές κωδωνοστάσιο, τετραγωνικής διατομής με κορμό μεγάλου ύψους που απολήγει σε διάτρητο τμήμα για τις καμπάνες (θυμίζει κωδωνοστάσιο S. Giorgio dei Greci στη Βενετία), που κτίστηκε το 1590. Ο ναός αναμορφώθηκε και το 1670. Είναι εξωτερικά απλής μορφής. Εσωτερικά γίνεται υποβλητικός με πολλά κειμήλια και αναθήματα. Η ουρανία ζωγραφίστηκε από τον Π. Δοξάρα μεταξύ 1724 - 1727, καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με αντίγραφα του 19ου από τον Π. Ασπιώτη. Το μαρμάρινο τέμπλο και η πολυτελής λάρνακα είναι έργα του 19ου αι.
22. Αγ. Χαράλαμπος. Αρχές 8ου αι.
Κτίστηκε τον 18ο αι. και ακολουθεί τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής εξωτερικά, είναι εντελώς απλής μορφής.
23. Αγ. Απόστολοι. Αρχές 17ου αι.
Κτήτορας Πετρόνικος. Αργότερα ιδιοκτησία της οικογένειας Δημουλίτσα.
24. Ναός Αγίου Ιακώβου. Τέλη 16ου αι.
Λατινική Μητρόπολη. Αναμόρφωση και επέκταση το 1622. Από το 1632 υπήρξε Λατινική Μητρόπολη. Αναμόρφωση το 18ο και 19ο αι. Αναστηλώθηκε μετά τους βομβαρδισμούς του 1943. Κομψό κτίριο με την τυπική μπαρόκ καμπύλη του 17ου αι. στο αέτωμά του, το δαντελωτό πύργο γοτθικής μορφολογίας και το ψηλό καμπαναριό του.
25. Αγγλικανική Εκκλησία 19ος αι.
Από το 1864, στεγάζεται στο κτίριο της Ιονίου Βουλής. Μετά την αναστήλωση του 960 περιορίστηκε σε ένα τμήμα του κτιρίου, ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιείται από τον Δήμο Κερκυραίων.
26. Συναγωγή, 19ος αι.
Η παλαιότερη από τις δύο που υπήρχαν. Ελληνική (vecchia), ανακατασκευασμένη μεταπολεμικά. Το σημερινό κτίριο, απλής μορφής με τοξωτά ανοίγματα είναι του 19ου αι. κτισμένο πάνω σε παλιότερο. Σώζεται το σχετικό υπόγειο με σταυροθόλια. Είχε δύο παραρτήματα, το Oratorio Medrage (1820) ακριβώς πλάι της και το Tempo Nuovo, κτισμένο πάνω από το προηγούμενο.
27. Παναγία Τένεδος. Αρχές 18ου αι.
Καθολική Μονή. Ο σημερινός ναός, κτίστηκε μεταξύ 1710 - 1723 στη θέση παλαιότερου. Η πιο σημαντική, από αρχιτεκτονική άποψη, θολοσκεπής εκκλησία με αναγεννησιακού χαρακτήρα τρούλο, πάνω από το ιερό (που θυμίζει τον Duomo Φλωρεντίας). Πρόκειται για μονόκλιτη Βασιλική με διπλά πλάγια παρεκκλήσια και πυργοειδές κωδωνοστάσιο, μνημείο με ιδιαίτερη πλαστικότητα.
28. Κυρά των Αγγέλων, 1673.
Ιδιωτική, αρχικά της οικογένειας Αμοργού και αργότερα της οικογένειας Ρουβά. Ανακαινίστηκε στα τέλη του 18ου αι.
29. Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος. Πριν τον 16ο αι.
Από τους πρώτους Καθεδρικούς Ναούς των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων. Με περιμετρικό εξωνάρθηκα. Αύξηση σε ύψος και επέκταση προς δυσμάς 1757 - 1760 (επισκευή κωδωνοστασίου 1784, κατεδάφιση του το 1804, ανακατασκευή του το 1807). Η εξωτερική όψη πολύ απλή, με τη βαθμωτή διάταξη των στεγών και το χαρακτηριστικό διάτρητο κωδωνοστάσιο που υψώνεται πάνω από το ιερό. Στο τέμπλο υπάρχουν έργα της σχολής Τζάννε, όπως επίσης Τζένου και Χρυσολώρα, ενώ η ουρανία είναι σύνθεση του Σπεράντζα 1773.
30. Σπηλιώτισσα (Ν. Φρουρίου) 1739
Στο Νέο Φρούριο. Παλαιότατος δημόσιος ναός σκαμμένος στο βράχο. Επέκταση και μετασκευές.
31. Αγ. Βασίλειος & Αγ. Στέφανος. Πριν τον 16ο αι.
Συναδελφική (συντεχνία υποδηματοποιών). Εξωτερικά ο ναός παρουσιάζει ιδιαίτερη γραφικότητα στην όψη της οδού Ν. Θεοτόκη, που διαμορφώνεται διώοροφη με στοά στον όροφο που κλείστηκε μεταγενέστερα με τζαμαρία. Το κτιστό εικονοστάσιο του είναι έργο του Γ. Καρμενάκη 1837, ενώ η ουρανία είναι ζωγραφισμένη το 1752.
32. Αγ. Πατέρες και Αγ. Αρσένιος. Πριν τον 16ο αι.
Συναδελφική (λίγες οικογένειες εμπόρων). Κτίστηκε για τους Ηπειρώτες πρόσφυγες. Από το 1860 ιδιοκτησία του Ηπειρώτη Μοναχού Ζαμανού και αργότερα μετόχι της Παναγίας των Ξένων. Καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Πρόσφατη εκ νέου κατασκευή. Μετασκευή (αύξηση ύψους, νέα όψη) κατά το 1768. Πρόσοψη οργανωμένη με τοσκανοδωρικές παραστάδες σε μία τριμερή σύνθεση που αναβιώνει παλλαδιανά πρότυπα και θυμίζει υστερομπαρόκ μνημεία της Βενετίας.
33. Αγ. Νικόλαος των Γερόντων (Nicolo dei Vecchi). Αρχές 16ου αι.
Μία από τις πλουσιότερες εκκλησίες (οικογένειες ευγενών). Αποτέλεσε Καθεδρικό Ναό των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων μέχρι το 1712. Πιο επιμήκης ανάλογης μορφής με τους ναούς Αντιβουνιώτισσας και Κρεμαστής, με κάποιες παραλλαγές λόγω κεκλιμένου εδάφους. Ένα από τα λίγα παραδείγματα που εμφανίζει άμβωνα. Σε συνδυασμό με την εκκλησία, βρίσκεται η κατοικία του ιερέα, στο βόρειο τμήμα του εξωνάρθηκα. Εξωτερικά ο ναός έχει αλλοιωθεί μετά τις αλλεπάλληλες επιδιορθώσεις. Υπέροχο ξύλινο σκαλιστό τέμπλο από τα παλιότερα, σωζόμενο στην πόλη.
34. Αγ. Νικόλαος των Λουτρών
Ιδιωτική της οικογένειας Κατσίνα. Ενταγμένη σε συγκρότημα κτιρίων. Αργότερα περιήλθε στο δημόσιο. Πρόσφατα υπέστη ριζική επέμβαση με βασική αλλοίωση του χαρακτήρα του.
35. Μανδρακίνα, 17ος αι.
Συναδελφική (συντεχνία φουρναραίων). Μικρή ξυλόστεγη βασιλική. Στο πλάι της είναι προσαρτημένο το παλιό βενετσιάνικο πυργόμορφο κωδωνοστάσιο. Ανακαινίστηκε κατά τον 19ο αι. Αναμόρφωση βάσει σχεδίων του Ι. Χρόνη (1860).
36. Αγ. Γεώργιος Π. Φρουρίου, 19ος αι.
Ένας από τους μεγαλύτερους ναούς της Κέρκυρας. Αγγλικανικός Ναός για τους Άγγλους στρατιώτες. Βάσει σχεδίων του Antony Emmet (αξιωματικού βασιλικού μηχανικού). Τρίκλιτη βασιλική χωρισμένη με διπλή σειρά σιδηρόχυτων κιόνων στους οποίους στηριζόταν υπερώο που εκτεινόταν σε σχήμα Π και στις 3 πλευρές του κτιρίου. Η αρχική εσωτερική δομή αλλοιωμένη λόγω βομβαρδισμών το 1943. Μετά την Ένωση έγινε ορθόδοξος. Τοποθετήθηκε εκεί το λίθινο τέμπλο του Αγ. Σπυρίδωνα που αντικαταστάθηκε με νεότερο.
Η αρχιτεκτονική της πόλης σήμερα αποτελεί ένα σπάνιο , δείγμα δυτικότροπης αρχιτεκτονικής, που ενώ αναπτύχθηκε σε ελληνικό χώρο και είχε άμεση εξάρτηση από τα ξένα σύγχρονά της πρότυπα, ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει την ελληνική συμμετοχή στο κίνημα του Μπαρόκ. Παράλληλα, η Κέρκυρα όντας από τους λίγους χώρους του ελληνισμού στους οποίους ο πολιτισμός εξελίχθηκε ομαλά και δεν διακόπηκε βίαια, αποτελεί μοναδικό διατηρημένο παράδειγμα ομαλής μετάβασης στον νεοκλασικισμό, που, όπως και στην δύση, αυτός ακολούθησε σαν φυσική συνέχεια των προηγούμενον ρυθμών, δένοντας με αυτούς με μοναδική ομογένεια.
Την Κερκυραϊκή αστική αρχιτεκτονική χαρακτηρίζουν αρμονική ένταξη στο φυσικό περιβάλλον, η αίσθηση του μέτρου, η ποικιλία των στοιχείων, η απόλυτη ταύτιση του χώρου με τις ανάγκες που τον διαμόρφωσαν, ανέδειξαν ένα αρχιτεκτονικό σύνολο ισορροπημένο, απλό και περιεκτικό χωρίς εκφραστικές πολυλογίες, που προκαλεί για την ανακάλυψη του.
Το σύνολο των κτιρίων του ιστορικού κέντρου της Κέρκυρας δεν ανήκει όπως είναι φυσικό στην ίδια περίοδο. Εκτός από τα κτίρια της Βενετοκρατίας υπάρχει ένας αριθμός κτιρίων που χτίστηκε στο μικρό διάστημα 1797-1814 (επί Γάλλων και Επτανήσου Πολιτείας), πολλά κτίρια της περιόδου της Αγγλικής Προστασίας και ορισμένα κτίρια των πρώτων δεκαετιών μετά την Ένωση με την Ελλάδα (1864) και της περιόδου περί το 1900.
Από μορφολογική άποψη και λόγω τον εκάστοτε ιστορικών συνθηκών, που διαμορφώνουν την επικράτηση των αρχιτεκτονικών ρυθμών:
Οι οικοδομές της περιόδου της Βενετοκρατίας έχουν αφομοιώσει στις όψεις τους στοιχεία της αναγέννησης, μανιερισμού και μπαρόκ, ελάχιστα είναι το γοτθικά στοιχεία που διασώθηκαν.
Το μόνο γνωστό παράδειγμα της οικοδομικής δραστηριότητας της ενδιάμεσης περιόδου μεταξύ Βενετοκρατίας και Αγγλοκρατίας (η ομοιόμορφη σύνθεση των κτιρίων της Σπιανάδας), έχει στοιχεία μανιεριστικά, ενώ Τα κτίρια που κατασκευάστηκαν στην περίοδο της Αγγλοκρατίας επηρεάζονται από τον νεοκλασικισμό στην πιο πρώιμη έκφρασή του (κλασικίζουσα διάθεση, με λεπτομέρειες αναγεννησιακές - παλλαδιανισμού).
Τέλος, λίγες νεώτερες κατασκευές ακολουθούν τα χαρακτηριστικά του εκλεκτικισμού και αργότερα του Art Nouveau ή έχουν στοιχεία του όψιμου αθηναϊκού αστικού κλασικισμού.
Τα δημόσια κτίρια της βενετοκρατίας, είτε κοινής ωφελείας, είτε κατοικίες επισήμων ή στρατιωτικά, έχουν την σφραγίδα της φροντισμένης κατασκευής, γιατί έχουν μελετηθεί και κατασκευασθεί από αρχιτέκτονες και συνήθως τεχνίτες που έστελνε η Βενετία ειδικά για το σκοπό αυτό.
Τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης πλαισίωναν την σημερινή πλατεία Δημαρχείου, που αποτελούσε το κοινωνικό και πνευματικό κέντρο της στην βενετοκρατία. Στην ανατολική πλευρά της βρίσκεται η Λατινική Μητρόπολη του Αγ. Ιακώβου, κομψό κτίριο του 17ου αι. με τα μπαρόκ πτερύγια στην στέγη του, τον πύργο και το κωδωνοστάσιο του, στην νότια πλευρά η κατοικία του Λατίνου Αρχιεπισκόπου (ανακατασκευή 1754), με τον κομψό εξώστη με τη balustrade στον άξονα της πρόσοψης ( που σήμερα στεγάζει υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος) και στην βόρεια πλευρά το σημαντικότερο κτίσμα της Βενετοκρατίας στην πόλη, η Loggia Nobilei (1663-9), κατασκευασμένη από λαξευτή ντόπια πέτρα Σινιών. Η απλή στιβαρή μορφή της με τα μεγάλα τοξωτά ανοίγματα προδλιδει το ρόλο και τη σημασία της. Η Loggia μετατράπηκε σε θέατρο τον 18ο αιώνα που πήρε το όνομα από την γειτονική μητρόπολη (Teatro San Giacomo), ενώ από τις αρχές του 20ου αιώνα στεγάζει το Δημαρχείο της πόλης.
Στο διάστημα της Βενετοκρατίας ιδρύθηκαν στην πόλη και πολλά δημόσια κτίρια, εκ των οποίων σώζονται η πύλη εισόδου της μίας εκ των δύο σιταποθηκών (1592) στην περιοχή της Σπηλιάς, το ενεχυροδανειστήριο (1630), που βρίσκεται σήμερα ενσωματωμένο στο παλάτι των Αρμοστών, όπως και οι στρατώνες της Σπηλιάς, που σώζονται αλλοιωμένοι και στρατώνες Grimani στη νότια άκρη της Σπιανάδας (τελική μορφή περί το 1725), γνωστοί σαν Ιόνιος Ακαδημία, γιατί στέγασαν για ένα διάστημα το ίδρυμα που υπήρξε και το πρώτο Ελληνικό πανεπιστήμιο.
Οι περίοδοι γαλλικής και αγγλικής κατοχής αν και είχαν, όπως προαναφέρθηκε, ελάχιστες επιπτώσεις στο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης, άφησαν όμως σε σημαντικό βαθμό τη σφραγίδα τους στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της. Το οικοδομικό συγκρότημα της Σπιανάδας, τα Βόλτα ή Liston με την κομψή κιονοστοιχία του, όπου οι Κερκυραίοι κάνουν τον περίπατο τους, είναι η κύρια μαρτυρία από το πέρασμα των Γάλλων. Η ρυθμική επανάληψη των στοιχείων του αντικατοπτρίζει την μνημειακή πολεοδομική αντίληψη της Ναπολεόντειας περιόδου, με ευθύγραμμες ομοιόμορφες διατάξεις, όπως αυτή της Rue De Rivoli. Τα μορφολογικά στοιχεία του πάντως ακολουθούν προϊμότερα πρότυπα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι το συγκρότημα της Σπιανάδας, που αποτελούσε μέρος μίας μεγάλης σύνθεσης. Σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε εν μέρει από ένα έλληνα μηχανικό, τον Ιωάννη Παρμεζάν.
Η σφραγίδα της περιόδου της Αγγλικής προστασίας πολύ πιο έντονη, απλώνεται σε όλη την πόλη. Χτίστηκε τότε πλήθος κτιρίων, απλών και επισήμων από προικισμένους αρχιτέκτονες που εγκλιμάτισαν και το ρεύμα του κλασικισμού στο χώρο, δίνοντας νέο χρώμα στην πρωτεύουσα των Επτανήσων.
Τα Σημαντικότερα έργα των αρχών της περιόδου οφείλονται σε ξένους μηχανικούς. Το σπουδαιότερο από αυτά, το Ανάκτορο των Αγ. Μιχαήλ και Γεωργίου (1819-23), κατοικία των Άγγλων Αρμοστών, μνημείο γεωργιανού ρυθμού και πρελούντιο του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα, όπως και το μνημείο Maitland, είναι έργα του Άγγλου συνταγματάρχη του μηχανικού George Whitmore. Η όψη της μνημειώδους σύνθεσης του παλατιού που πηγάζει από Παλλαδιανά πρότυπα, κοσμείται με δωρική κιονοστοιχία , που διακόπτεται από τις μεγαλόπρεπες πύλες των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, για να καμπυλωθεί στη συνέχεια στα άκρα της, αγκαλιάζοντας τη βόρεια πλευρά της Σπιανάδας που την φιλοξενεί.
Από το 1830 όμως περίπου, μια σειρά ελλήνων τεχνικών παίρνει στα χέρια της και την επίσημη αρχιτεκτονική, αναλαμβάνοντας παράλληλα την επάνδρωση της τεχνικής υπηρεσίας. Ο αρχιτέκτονας που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα είναι ο Ιωάννης Χρόνης, από τους πρώτους τεχνικούς επιστήμονες του Ελληνικού χώρου γενικότερα. Όλα τα μεγάλα, με κοινωνική σκοπιμότητα, κτίρια της πόλης, που δείχνουν και την ιδιαίτερη πολιτιστική ακμή του τόπου τον 19ο αιώνα, είναι δεμένα με το όνομα του προικισμένου κερκυραίου αρχιτέκτονα. Σε αυτόν οφείλονται τα νεοκλασικού χαρακτήρα κτίρια της Ιονικής Τράπεζας, της Ιονίου Βουλής και το Χρηματιστήριο, αλλά και πολλές σημαντικές ή και απλούστερες κατοικίες και κυρίως το μέγαρο της οικογένειας του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια, που στέγασε για ένα διάστημα τη Νομαρχία. Με τη μαρμάρινή του πρόσοψη, με τις κομψές Κορινθιακές παραστάδες, θεωρείται από τα ωραιότερα μνημεία της νεότερης Ελλαδας.
Οι κατοικίες της πόλης σύμφωνα με την αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση διακρίνονταν σε αρχοντικά, μεγαλοαστικές και μικροαστικές - λαϊκές. Το αστικό πολυώροφο σπίτι, είναι οπωσδήποτε ο κυρίαρχος και ο πιο ενδιαφέρων αρχιτεκτονικός τύπος που συναντιέται στην Κέρκυρα. Η στενότητα του χώρου και η μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού οδήγησαν αναγκαστικά στον θεσμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, πολύ πριν να θεσπιστεί από τη σύγχρονη πολεοδομία.
Τα κερκυραϊκά αστικά σπίτια της βενετοκρατίας ήταν είτε πολυώροφα σε τύπο πολυκατοικίας με 3-4 ορόφους, δείγμα της προσαρμογής στην στενότητα του χώρου, είτε σπανιότερα μονοκατοικίες με ένα ή περισσότερους ορόφους, ενώ τα αρχοντικά ήταν συνήθως διώροφα.
Τα κτίρια πλατυμέτωπα ή στενομέτωπα, σχημάτιζαν συνεχή μέτωπα στους δρόμους, με ελάχιστες εξαιρέσεις αυλών ή κήπων. Χτίστηκαν σε οικόπεδα με μικρό γενικά εμβαδόν και με κάλυψη σχεδόν 100% (σε μη διαμπερή οικόπεδα οι πίσω χώροι αερίζονται από τις γνωστές “κανιζέλλες”). Ο μέσος όρος εμβαδού, μετά και την κατασκευή των πολύ μεγαλύτερων κτιρίων της αγγλοκρατίας, ήταν σύμφωνα με απογραφή του 1940, 84 μ2 με ελάχιστο εμβαδόν 30 μ2.
Αν και θα υπήρχε μεγάλος αριθμός αρχοντικών στην πόλη (στο Libro d’ oro ήταν γραμμένες 112 οικογένειες ευγενών) ελάχιστα αναγνωρίζονται σήμερα και εμφανίζουν χαρακτηριστικά μιας επίσημης κατασκευής. Δύο από τα σωζόμενα αρχοντικά - Ρίκκι και Γιαλλινά - (17ου αιώνα) έχουν κατά μήκος της όψης προστώο αναγεννησιακού χαρακτήρα που διαμορφώνει εξώστη στον όροφο. Οι όψεις των κερκυραϊκών κατοικιών της περιόδου, ακολουθούν γενικότερα τα χαρακτηριστικά της αναγέννησης, του μανιερισμού και του μπαρόκ, εκφρασμένα όμως με σχετική λιτότητα και ενίοτε με λαϊκό πνεύμα, στοιχεία που σχετίζονται και με τη διαφορά κλίμακας ως προς τα δυτικά παραδείγματα. Ανάλογα με την κατηγορία της κατασκευής υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη χρήση μορφολογικών στοιχείων και ενδιαφέρον για συνθετική οργάνωση. Τα πρότυπά τους ως προς τις μορφολογικές λεπτομέρειες μπορεί κανείς να τα εντοπίσει σε ένα βαθμό στα έργα της επίσημης αρχιτεκτονικής της πόλης ή του Παλιού Φρουρίου Διαπιστώνεται επίσης μια αλληλεπίδραση μεταξύ αστικής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στα επί μέρους στοιχεία.
Γενικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής διαμόρφωσης των σωζόμενων κτιρίων (τα οποία κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έχουν προσθήκες της αγγλοκρατίας ή και μεταγενέστερες ), είναι η επίπεδη ως επί το πλείστον επιφάνεια , η υπεροχή συχνά του πλήρους στο κενό ή και η ισοδυναμία τους, ο τονισμός της οριζοντιότητας ( με σειρές παραθύρων, ζώνες , γείσα κ.λ.π) και η μορφολόγηση πάνω σε ένα συμμετρικό σύστημα αξόνων, που δεν τηρείται όμως απαραίτητα στα λαϊκότερα έργα.
Τα χρώματα των όψεων, το κόκκινο ή η ώχρα στις επιχρισμένες επιφάνειες, το ημίλευκο ή υποκίτρινο στα λαξευτά μέλη, και το πράσινο στα εξώφυλλα, είναι αντίστοιχα με αυτά της Βενετίας.
Μεγαλύτερη σημασία δίνεται στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του ισογείου, όπου και το θύρωμα εισόδου , η στοά κ.λ.π., που ξεχωρίζουν οπτικά με την ιδιαίτερη ρυθμολογική παράθεση των ανοιγμάτων, κάτι που δικαιολογείται και από το ότι το μικρό πλάτος των δρομέων δεν επιτρέπει την άμεση θεώρηση του συνόλου των πολυώροφων οικοδομών.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία οργάνωσης των όψεων είναι οι - αναγεννησιακού χαρακτήρα - στοές με τις τοξοστοιχίες, που συναντώνται μεμονωμένες ή συνεχείς, στους εμπορικούς κυρίως δρόμους, τα πορτόνια (κύριες θύρες εισόδου) με τα λαξευτά πλαίσια και την μπαρόκ ενίοτε επίστεψη, τα παράθυρα, που μπορεί να περιβάλλονται με πλαίσια με κυμάτια, και τα κορνιζώματα. Την επίπεδη επιφάνεια της όψης ποικίλλουν επίσης, δίνοντάς της πλαστικότητα, τα προστώα που προβάλλουν δημιουργώντας ανοιχτή βεράντα στον όροφο, οι πέτρινοι εξώστες και τα εξωτερικά λίθινα κλιμακοστάσια μέχρι τον πρώτο όροφο, όπου διαμορφώνεται στεγασμένο πλατύσκαλο - εξώστης (“μπότζος” με ξεχυτή).
Τέλος, αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία αποτελούν τα φουρούσια, οι γωνίες, όταν διαμορφώνονται από λαξευτή τοιχοποιία, οι προεξέχουσες καμινάδες των μαγειρείων με την απόλυξή τους στη στέγη, τα οικόσημα κ.λ.π.
Στα ισόγεια των σπιτιών υπάρχουν συχνά καταστήματα ή αποθήκες, ενώ η κυρίως κατοικία βρίσκεται στους ορόφους. Τα περισσότερα σπίτια έχουν σοφίτα που καταλαμβάνει συνήθως μεγάλο μέρος της στέγης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν κατοικήσιμος χώρος.
Το κλιμακοστάσιο που γενικά βρίσκεται στο εσωτερικό των κτιρίων μπορεί να είναι περίπου αξονικά τοποθετημένο και να περιβάλλεται από τους χώρους ή να βρίσκεται κατά μήκος μιας πλάγιας πλευράς. Λίγα παραδείγματα έχουν εξωτερικό λίθινο κλιμακοστάσιο μέχρι τον πρώτο όροφο και αφορούν οπωσδήποτε μονοκατοικίες. Η επικοινωνία των δωματίων στους χώρους διαμονής γίνεται χωρίς την παρεμβολή διαδρόμων μέσω ενός κεντρικού χώρου που καταλήγει σε κλιμακοστάσιο.
Εκτός από τα μαγειρεία, που συνήθως βρίσκονται στην γωνία ενός δωματίου και χαρακτηρίζονται από την χτιστή εστία και την καπνοδόχο (που προεξείχε εξωτερικά στις όψεις), ιδιαίτερα αποχωρητήρια δεν είχαν προβλεφθεί και μια τρύπα πλάι στον νεροχύτη που κατέληγε στο αποχετευτικό δίκτυο εξυπηρετούσε τον σκοπό αυτό.
Το αστικό τοπίο της Κέρκυρας επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από την οικοδομική έξαρση της αγγλοκρατίας. Στον τομέα της κατοικίας (εκτός από τις προσθήκες στα παλαιότερα κτήρια) πλήθος νέων μεγαλοαστικών (μέγαρα), μικροαστικών και λαϊκών κατασκευών, θα διαμορφώσει σε αυτά τα 50 χρόνια μια νέα εικόνα της πόλης. Οι τυπικές αστικές κατοικίες ανήκουν και πάλι στον τύπο της πολυκατοικίας, αλλά είναι ως επί το πλείστον μεγαλύτερου ύψους από της βενετοκρατίας, (φθάνοντας και τους 6 ορόφους), ενώ υπάρχουν και πολυώροφα μέγαρα - μονοκατοικίες με 3-5 ορόφους και επίσης μονώροφα και διώροφα κτίρια απλής μορφής.
Από τυπολογική άποψη την εποχή αυτή αρχίζει να υπάρχει εξέλιξη στην διαμόρφωση των κατόψεων με χαρακτηριστικό ότι τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά το αποχωρητήριο σαν ιδιαίτερος χώρος. Σε πολλά σπίτια διατηρήθηκε το σύστημα ενός ανεξάρτητου κατακόρυφου αγωγού πλάι σε αυτόν του νεροχύτη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων κατοικιών είναι χτισμένο στη θέση προϋπάρχοντος κτίσματος. Διαπιστώνεται συχνά αύξηση του εμβαδού σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, που δημιουργείται κυρίως με ένωση δύο ή περισσοτέρων οικοπέδων ή σπάνια με κατάληψη υπάρχουσας αυλής.
Οι πλατυμέτωπες διατάξεις και μάλιστα σε μεγάλο αριθμό ανοιγμάτων (υπάρχουν παραδείγματα με 11 ανοίγματα στη σειρά), είναι πολύ περισσότερες από της βενετοκρατίας. Μικρό ποσοστό των νέων κτιρίων έχει κτιστεί σε χώρο που δεν υπήρχε προηγουμένως οικοδομή.
Διαπιστώνεται επίσης μια προσπάθεια επιβολής ομοιόμορφων διατάξεων, κυρίως στις βασικές αρτηρίες της πόλης. Έτσι στην περίπτωση του μετώπου της οδού Ν. Θεοτόκη, απέναντι από τον Αγ. Φραγκίσκο, ακολουθήθηκε υποχρεωτικά ομοιόμορφο σχέδιο, τόσο ως προς τα γενικά στοιχεία όσο και ως προς τις λεπτομέρειες των πεσσών των στοών, που είχε εκπονήσει κατ’ εντολήν της Γερουσίας ο πολιτικός μηχανικός του δημοσίου. Ακόμη στα κτίρια της περιόδου που βρίσκονται στην αρχή της οδού Ευγ. Βουλγάρεος, υπάρχει συσχετισμός, ως προς τα ύψη των ορόφων , την διάρθρωση των ισογείων τους με σχεδόν ομοιόμορφες τοξοστοιχίες κ.λ.π. Ενότητα σύνθεσης παρουσίαζαν τέλος και τα κτίρια που χτίστηκαν στον προμαχώνα Αγ, Αθανασίου, μετά τις πρώτες κατεδαφίσεις των εξωτερικών οχυρωμάτων από τους Άγγλους, που αποτέλεσαν βασικά και την πρώτη επέκταση της πόλης στον 19ο αιώνα και τα οποία καταστράφηκαν στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μορφολογικά οι όψεις των κατοικιών της περιόδου ακολουθούν τα χαρακτηριστικά του κλασικισμού, με λιτότητα όμως και χωρίς έμφαση στη χρήση διακόσμου και με στοιχεία κυρίως νεοαναγεννησιακά (τόξα κ.λ.π.). Ο κλασικισμός της Κέρκυρας, που αποτελεί και την πιο πρώιμη έκφραση του στυλ στον ελληνικό χώρο (χωρίς να επιβληθεί εκ των έξω ώστε να αποτελέσει μια τομή στις προϋπάρχουσες παραδοσιακές μορφές, όπως συνέβη στην Αθήνα ή και αλλού, αλλά αντίθετα ήλθε ως επόμενο ), πηγάζει κυρίως από τον Αγγλικό παλαδιανισμό, αλλά και τον Ιταλικό κλασικισμό, και εναρμονίζεται έτσι καλύτερα με το προϋπάρχον δομημένο περιβάλλον.
Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες, είναι οι φορείς αυτής της ιστορικής μορφολογίας, που ακλουθούν βέβαια και τα επίσημα κτίρια αλλά και οι κατοικίες της αστικής κοινωνίας σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση (και με την αντίστοιχη προσαρμογή στις οικονομικές δυνατότητες και ανάγκες), διαμορφώνοντας μια αρχιτεκτονική ενιαίου ύφους και με σημαντική διαφοροποίηση από τα άλλα ελληνικά κέντρα, που παίρνουν την κατεύθυνσή τους από την Αθήνα.
Τα συγγράμματα των θεωρητικών της αναγέννησης και ιδίως του Παλλάντιο, αλλά και οι σχετικές εκδόσεις του 19ου αιώνα ήταν οι βασικές πηγές άντλησης μορφολογικών στοιχείων για τους αρχιτέκτονες που δρούσαν στην πόλη. Επίσης σημαντικά κτίρια της περιόδου , κατά πρώτο λόγο το παλάτι των Αρμοστών, υπήρξαν πρότυπο για τα επί μέρους στοιχεία των κατοικιών της αστικής τάξης (παράθυρα, θυρώματα , πλαίσια και επιστέψεις, μπαλούστρα, κιγκλιδώματα εξωστών και κλιμακοστασίων, ζωγραφικός διάκοσμος στις οροφές κ.λ.π.).
Όπως και στα κτίρια της Βενετοκρατίας , ανάλογα με την κατηγορία της κατασκευής, υπάρχει αντίστοιχο ενδιαφέρον για την εξωτερική οργάνωση, με μεγαλύτερο ή μικρότερο πλούτο μορφολογικών λεπτομερειών και με πολυτελή ή και μη υλικά. Γενικά πάντως η χρήση ρυθμών στην οργάνωση των όψεων των κατοικιών είναι διακριτική ή ελάχιστη (εκτός από την περίπτωση του μεγάλου Καποδίστρια, όπου είναι έντονη η επιρροή του Παλλαδιανισμού), ενώ είναι βασική για την οργάνωση των συνθέσεων των επισήμων κτιρίων (παλάτι Αρμοστών, Ιονική Τράπεζα κ.λ.π.) Τα ρυθμολογικά στοιχεία (σχεδόν πάντα τοσκανικά στις κατοικίες) χρησιμοποιούνται βασικά σε παραστάδες, πέσσους, γείσα (σε θυρώματα, γωνίες, επιστέψεις, τοξοστοιχίες κ.λ.π).
Οι όψεις είναι σχεδόν επίπεδες, όπως και επί βενετοκρατίας (διαμορφωμένες και τώρα σε σχέση με τη συνεχή διάταξη των κτιρίων στους δρόμους της πόλης) και με τάση προς την οριζόντια διάρθρωση. Επιδιώκεται η συμμετρική οργάνωση και η εύρυθμη κανονικότητα, χωρίς να είναι απαραίτητος ο τονισμός του κεντρικού άξονα. Στις πλατυμέτωπες διατάξεις ειδικά, ενίοτε εφαρμόζεται η τριμερής διάρθρωση με μικρή προεξοχή, με ναι οριακή πλαστική απόδοση, για οπτική υπογράμμιση του κεντρικού τμήματος. Εμφανίζεται γενικά ισοκατανομή των αξόνων και όχι ομαδοποίηση των ανοιγμάτων. Βασικό ρόλο στη μορφολογική έκφραση παίζει οπωσδήποτε ο μεγάλος αριθμός ορόφων , οδηγώντας σε λύσεις ρυθμικές και καθ’ ύψος επανάληψης. Η οργάνωση βασίζεται συχνά στα οψιμόμετρα παραδείγματα και στη χρήση των εξωστών σε διάφορες διατάξεις.
Η τάση για την οριζόντια διάρθρωση ( τυπική τόσο του πρώιμου κλασικισμού όσο και της αναγέννησης), εκφράζεται με τις ρυθμικές σειρές των παραθύρων, τις στοές και τις τοξοστοιχίες, και με τις οριζόντιες ζώνες μεταξύ των ορόφων, συνήθως κάτω από τις ποδιές των παραθύρων και σπάνια στην στάθμη του πατώματος. Σε σχετικά όψιμες κατασκευές οι οριζόντιες ζώνες - που αρχικά αποτελούσαν κύριο στοιχείο διάρθρωσης των όψεων των απλών κυρίως κατοικιών - καταργούνται σε μεγάλο ποσοστό, γεγονός που συνδέεται και με τη μεγάλη πλέον χρήση του εξώστη. Παραμένουν όμως σχεδόν πάντα σαν στοιχείο διαχωρισμού του ισογείου από τους λοιπούς ορόφους, με τη μορφή μιας κυματιοφόρου ζώνης, που συνήθως βρίσκεται στο ύψος του γείσου του θυρώματος της κυρίας εισόδου. Σε άλλα παραδείγματα το γείσο συνδυάζεται και μια ταινία που περνάει από τις ποδιές των παραθύρων του πρώτου ορόφου, ούτως ώστε να εμφανίζεται εντονότερος ο διαχωρισμός του ισογείου από το υπόλοιπο κτίριο με τη δημιουργία μιας πιο φαρδιάς ζώνης. Η διαχωριστική αυτή ζώνη μπορεί να διασπάται με μπαλούστρα τοποθετημένα ακριβώς κάτω από τα παράθυρα , εν είδει στηθαίου.
Συνήθως δεν εμφανίζεται διαίρεση του κτιρίου σε βάση κορμό και στέψη (πλην του αρχοντικού Καποδίστρια). Εν είδει βάσης (κατασκευή από λαξευτή τοιχοποιία) πάντως διαρθρώνονται τα ισόγεια ορισμένων κτιρίων. Η χρήση του τόξου έχει ευρύτατη εφαρμογή στα ισόγεια των κτιρίων, σε θυρώματα, παράθυρα ή στις σειρές των τοξωτών ανοιγμάτων κυρίως των καταστημάτων στους εμπορικούς δρόμους.
1. Αρχοντικό Ρίκκι στην οδό Μουστοξύδου αρ. 15 ( Πλατύ Καντούνι, Strada Larga της Βενετοκρατίας):
Αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αρχοντικά της πόλης της περιόδου της Βενετοκρατίας (πιθανά του 17ου αιώνα). Αρχικά ήταν διώροφο. Χαρακτηρίζεται από προστώο στο ισόγειο με κομψή τοξοστοιχία της οποίας τα κλειδιά των τόξων κοσμούνται με γλυπτά ανδρικά και γυναικεία κεφάλια που θυμίζουν το διάκοσμο της Λότζας. Στον όροφο πάνω από τη στοά διαμορφώνεται άνετος εξώστης. Από εκεί παρακολουθούσαν στην περίοδο της Βενετοκρατίας οι αρχές της πόλης τους αγώνες κονταρομαχίας που διεξάγονταν στο δρόμο αυτό τις μέρες του καρναβαλιού, Το κτίριο έχει νεώτερες προσθήκες ορόφων και είναι εντελώς αλλοιωμένο εσωτερικά.
2. Αρχοντικό Κομπίτσι (1680) στην οδό Ν. Θεοτόκη 43-49 (Calle d’Erbe) :
Είναι κτισμένο στην καρδιά της πόλης, απέναντι στην εκκλησία του Αγ. Βασιλείου. Έχει την τυπική στοά στο ισόγειο που επαναλαμβάνεται στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του δρόμου και είναι το κύριο χαρακτηριστικό των εμπορικών περιοχών της πόλης. Χτίστηκε σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στο πλάγιο θύρωμά του το 1680 από τον Daniel Cobici και αναμορφώθηκε το 1728, στη συνέχεια δε υπέστη και άλλες επεμβάσεις. Η εσωτερική διαμόρφωση του Piano Nobile είναι ιδιαίτερα πολυτελής, ενώ η κύρια όψη είναι αρκετά επιμελημένη με τις διακοσμητικές οριζόντιες ζώνες σε διάφορες στάθμες και τονισμό του άξονα συμμετρίας. Η στοά έχει αλλοιωθεί λόγω νεότερων ενισχύσεων.
3. Κτίριο Αναγνωστικής Εταιρίας στην οδό Καποδιστρίου αρ. 120:
Το κτίριο που στεγάζει την Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας, ένα από τα παλαιότερα πολιτιστικά ιδρύματα της Νεώτερης Ελλάδας (ιδρύθηκε το 1836), βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το παλάτι των Αρμοστών. Η αρχική κατασκευή του κτιρίου, που ήταν μια αρχοντική κατοικία ανάγεται στην περίοδο της Βενετοκρατίας, αλλά έχει δεχθεί σειρά μετατροπών και προσθηκών κατά τον 19ο αιώνα και αργότερα. Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κτίρια της πόλης με εξωτερικό κλιμακοστάσιο και στεγασμένο πλατύσκαλο που τονίζεται με κομψή τοξοστοιχία.
4. Αρχοντική κατοικία στην 1η πάροδο Προσφόρου αρ. 4-6:
Τριώροφη κατοικία της Βενετοκρατίας. Χαρακτηρίζεται από εξωτερικό κλιμακοστάσιο που απολήγει σε ευμέγεθες πλατύσκαλο , που άλλοτε ήταν στεγασμένο , όπως φαίνεται από τα σωζόμενα ίχνη. Το πλατύσκαλο στηρίζεται σε δύο καμάρες, μέσω των οποίων γίνεται η πρόσβαση στο ισόγειο, που άλλοτε στέγαζε βοηθητικούς χώρους. Πάνω από την είσοδο υπάρχει οικόσημο με τρία αστέρια και τρεις κρίνους.
5. Αρχοντική κατοικία 4ης παρόδου Υπαπαντής αρ. 4:
Είναι ένα από τα ωραιότερα σπίτια της Βενετοκρατίας. Αρχικά διώροφο, είχε νεώτερες προσθήκες δύο ακόμη ορόφων. Το θύρωμα της εισόδου συνδυάζεται με τον εξώστη του πρώτου ορόφου κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα. Ο εξώστης φέρει ένα καλοδουλεμένο στηθαίο με μπαλούστρα Βενετσιάνικου τύπου, που είναι και το μοναδικό σωζόμενο παράδειγμα σε κατοικία της πόλης. 6. Αρχοντική κατοικία στην οδό Κοττάρδου αρ. 4:
Τριώροφη κατοικία με κομψή τοξωτή στοά στους δύο πρώτους ορόφους, μοναδικό παράδειγμα σήμερα στην πόλη. Το ισόγειο του κτιρίου στέγαζε από παλιά καταστήματα και αποθήκες. Η είσοδος στους χώρους κατοικίας γίνεται από πλάγιο εξωτερικό κλιμακοστάσιο.
7. Αρχοντική κατοικία
Κατοικία με οικόσημο (στο εσωτερικό) στις οδούς Κομνηνών αρ.1 και 4η Πάροδος Κομνηνών αρ. 4
1. Βόλτα ή ‘Λιστόν’ μεταξύ των οδών Καποδιστρίου και Ελευθερίας (Αρχές 19ου αιώνα) :
Οικοδομικό συγκρότημα κατοικιών πάνω στη Σπιανάδα που άρχισε επί Γάλλων Αυτοκρατορικών και αποτελεί την κύρια μαρτυρία από το πέρασμά ους. Η ρυθμική επανάληψη των στοιχείων της κύριας όψης του και ιδιαίτερα η κομψή τοξοστοιχία του αντικατροπτίζει την μνημειακή πολεοδομική αντίληψη της Ναπολεόντιας περιόδου με ευθύγραμμες ομοιόμορφες διατάξεις όπως αυτή της Rue de Rivoli. Το ισόγειο στεγάζει από την αρχή χώρους αναψυχής. Ο σχεδιασμός και εν μέρει η επίβλεψη της κατασκευής οφείλεται στον Κερκυραίο στρατιωτικό μηχανικό Ιωάννη Παρμεζάν.
2. Μέγαρο στην οδό Καποδιστρίου αρ. 8 (Ξενοδοχείο Cavalieri 1859):
Χτίστηκε στη θέση δύο μικρότερων σπιτιών. Αρχικά ανήκε στην οικογένεια Δήμα και αργότερα πέρασε στην οικογένεια Φλαμπουριάρη. Παρά τις καταστροφές που υπέστη το κτίριο στους βομβαρδισμούς του 1943, η πρόσοψη του διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στην οργάνωση της δεσπόζει ο νέο αναγεννησιακός χαρακτήρας (εξώστης με μπαλούστρα , τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο κ.λ.π.) υπάρχουν δε πολλά στοιχεία από λαξευτή λευκή πέτρα. Εσωτερικά το κτίριο έχει πλήρως αλλοιωθεί, φέρει δε προσθήκη δύο ακόμη ορόφων.
3. Μέγαρο Καντώνη στην οδό Καποδιστρίου αρ. 36 (1850):
Το κτίριο αυτό αποτελεί επίσης αξιόλογο έργο του αρχιτέκτονα Ι. Χρόνη, βρίσκεται πάνω στη Σπιανάδα και ήταν κατοικία ενός από τους πλουσιότερους Κερκυραίους εμπόρους του 19ου αιώνα. Χτίστηκε περί το 1850 σε χώρο που δημιουργήθηκε από τη συνένωση 6 μικρότερων οικοπέδων. Η πρόσοψη του, αν και είναι πολύ μεταγενέστερη του αρχοντικού Καποδίστρια, έχει περισσότερο αναγεννησιακό παρά κλασσικιστικό χαρακτήρα . με ένα εντυπωσιακό κεντρικό θύρωμα που συνδυάζεται με τον εξώστη του πρώτου ορόφου.
4. Μέγαρο στη γωνία των οδών Καποδιστρίου αρ. 124 και Απολλοδώρου:
Πρόκειται για την κατοικία της οικογένειας Παλατιανού. Η οικοδομή αναμορφώθηκε περί το 1862 βάσει σχεδίου του αρχιτέκτονα Φ. Ριβέλλη, και απέκτησε ακόμη ένα όροφο. Η όψη συμμετρική και αρμονική αρθρώνεται με τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο και εξώστες στους ορόφους. Το εσωτερικό του κτιρίου διατηρείται σε άριστη κατάσταση.
5. Μέγαρο στην οδό Καποδιστρίου αρ. 18, μεταξύ των οδών Μουστοξύδη και Ιδρωμένων:
Καταλαμβάνει σημαντική επιφάνεια και προέρχεται από τη συνένωση 5 μικρότερων οικοπέδων. Χτίστηκε γύρο στο 1850 και ανήκε αρχικά στην οικογένεια Ν. Μακιέδο. Η όψη έχει την τυπική τοξοστοιχία στο ισόγειο και σειρά εξωστών στους ορόφους.
6. Μέγαρο Καποδίστρια στην οδό Καποδιστρίου αρ. 122 α (1832):
Βρίσκεται κοντά στο παλάτι των Αρμοστών, πάνω στην παραλιακή οδό προς το λιμάνι. Χτίστηκε περί το 1832 στη θέση του παλαιότερου αρχοντικού της οικογένειας στο οποίο μάλιστα είχε γεννηθεί ο κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας. Το κτίριο πέρασε αργότερα στην κυριότητα του Ιονίου Κράτους και χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του προέδρου της Γερουσίας μετά δε την Ένωση στέγασε για ένα διάστημα την νομαρχία και σήμερα φιλοξενεί υπηρεσίες του Ιονίου Πανεπιστημίου. Θεωρείται το σπουδαιότερο έργο του Κερκυραίου αρχιτέκτονα Ιωάννη Χρόνη, για την μορφολογική του πληρότητα και την τεχνική αρτιότητά του. Η σύνθεση της πρόσοψης με μικρή προβολή του κεντρικού μέρους και τονισμό των κυρίων ορόφων με πανύψηλες κορινθιακές παραστάσεις από κόκκινη σινιώτικη πέτρα, έχει μνημειακό κλασσικιστικό χαρακτήρα. Οι κύριοι χώροι του κριρίου είναι διακοσμημένοι με νεώτερες οροφογραφίες.
7. Κατοικία στη γωνία των οδών Καποδιστρίου αρ. 122 και Σοφ. Δούσμανη:
Τριώροφο κτίριο απλής μορφής χτισμένο πλάι στο αρχοντικό Καποδίστρια, σε ιδιαίτερα προνομιούχο θέση. Ανακατασκευάστηκε γύρο στο 1840, από τον Θεόδωρο Κώστα Κόντη, γόνο πλούσιας οικογένειας (που είχε το μεγαλύτερο πλινθοποιείο της Κέρκυρας στο Μαντούκι) βάσει σχεδίου του αρχιτέκτονα Ι. Χρόνη.
8. Κτίριο στην οδό Δονζελότ αρ. 15 (1860)-(Ξενοδοχείο ‘Κωνσταντινούπολη’) :
Χτίστηκε γύρο στο 1860 σε ένα από τα μεγαλύτερα οικόπεδα της πόλης. Ήταν ιδιοκτησία του Αντ. Καντώνη, ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της εποχής. Η όψη έχει τριμερή οργάνωση με προβολή του κεντρικού τμήματος και τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο.
1. Κατοικία στην οδό Ν. Θεοτόκη αρ. 26 (‘της κυράς Φανερωμένης’):
Τετραώροφη κατοικία με στοά στο ισόγειο, τυπική για τον εμπορικό αυτό δρόμο. Είναι ένα από τα δύο χρονολογημένα παραδείγματα αστικών κατασκευών της Βενετοκρατίας. Μικρή επιγραφή τοποθετημένη στην όψη της αναφέρει ότι χτίστηκε το 1729 και ότι ανήκει στην εκκλησία της ‘κυράς Φανερωμένης’, δηλαδή στην Παναγία των Ξένων , που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Η πρόσοψη είναι λιτή και εύμετρη, με δύο μεγάλα παράθυρα στους κυρίους ορόφους, που στέφονται με τα χαρακτηριστικά γείσα της εποχής. Στον τελευταίο όροφο τα παράθυρα είναι μικρότερα και απλής μορφής.
2. Σειρά κατοικιών με στοά στο ισόγειο στην οδό Ν. Θεοτόκη αρ. 62-76:
Πρόκειται για το μοναδικό παράδειγμα ομοιόμορφης οργάνωσης των όψεων της περιόδου της Βενετοκρατίας. Τα κλειδιά των τόξων στις τοξοστοιχίες έχουν διάκοσμο με ανθρώπινες κεφαλές (‘μουριόνια’) ή φυτικά θέματα. Την ομοιόμορφη έκφραση ακολούθησε αργότερα και το επόμενο οικοδομικό τετράγωνο που διαμορφώθηκε στην περίοδο της Αγγλοκρατίας, βάσει πρότασης του αρχιτέκτονα Ι. Χρόνη.
3. Δύο κατοικίες στην οδό Αγ. Σοφίας αρ. 21 και 23 (Εβραϊκή συνοικία):
Τετραώροφες κατοικίες μικρού εμβαδού με στοά στο ισόγειο. Τα κλειδιά των τόξων τους κοσμούνται με λεοντοκεφαλές.
4. Κατοικία στη γωνία των οδών Αγ. Θεοδώρας αρ. 1-3 και Μητροπόλεως: Κατοικία της Βενετοκρατίας, στο κέντρο του πρώτου ορόφου της οποίας, είναι εντοιχισμένο ένα δίλοβο γοτθικό παράθυρο, που αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα αυτής της περιόδου που σώζεται στην πόλη.
1. Κτίριο στη γωνία Ευγ. Βουλγάρεως 3 και Καποδιστρίου (1830):
Τα σχέδια του κτιρίου, που ανήκε στις οικογένειες P. Cauzioni και J. Courage, χρονολογούνται στα 1830 και οφείλονται πιθανώς στον άγγλο στρατιωτικό μηχανικό J. Hassard, που έχει εγκρίνει και την οικοδομική άδεια. Είναι ένα από τα πρώτα παραδείγματα της όψης με εξώστες στους ορόφους και τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο, και προσαρμόζεται με ιδιαίτερη επιτυχία στην καμπύλη διαμόρφωση της συμβολής των οδών Ευγ. Βουλγάρεως και Καποδιστρίου, που είναι τοποθετημένο.
2. Ομοιόμορφο μέτωπο κτιρίων στην οδό Ν. Θεοτόκη αρ. 78-114 (1832):
Η ενιαία διαμόρφωση του μετώπου αυτού, που βρίσκεται στο χαμηλότερο τμήμα της εμπορικής οδού Ν. Θεοτόκη, απέναντι από τη Μονή του Αγ. Φραγκίσκου (και σε συνέχεια με το ομοιόμορφο μέτωπο του προηγούμενο οικοδομικό τετραγώνου που διαμορφώθηκε στην περίοδο της Βενετοκρατίας), βασίζεται σε πρόταση του αρχιτέκτονα Ι. Χρόνη του 1832. Το μεγαλύτερο και πιο αξιόλογο από τα κτίρια αυτού του μετώπου ανήκε στην οικογένεια Πιέρρη. Τα κτίρια προβλέπονταν τετραώροφα με στοά στο ισόγειο. Σήμερα έχουν αρκετές αλλοιώσεις και προσθήκες.
3. Κατοικία στην οδό Καποδιστρίου αρ. 84, μεταξύ των οδών Αγ. Σπυρίδωνος και Καλοχαιρέτου (1853) :
Χτίστηκε γύρο στο 1853, βάση σχεδίου του αρχιτέκτονα Η. Κοκόλλη και ανήκε στην οικογένεια Chiendro. Πενταόροφη οικοδομή, πολύ καλής κατασκευής, με χαρακτηριστικά τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο, (που στεγάζει καταστήματα), και διαχωριστική ζώνη με μπαλούστρα μεταξύ ισογείου και ορόφων. Οι όροφοι ποικίλλουν με εξώστες διαφόρων μεγεθών.
4. Κατοικία στην Πλατεία Αγ. Ελένης αρ. 24 (1882) :
Ευμέγεθες κτίριο της οικογένειας Αγιοβλασίτη, που χτίστηκε περί το 1862 (αρχιτέκτων Η. Κοκκόλης). Λόγω του ιδιαίτερα κεκλιμένου εδάφους του οικοπέδου του, ενώ η κύρια όψη που βλέπει στην πλατεία έχει ύψος πέντε ορόφων, η πίσω πλευρά του φθάνει τους ορόφους, έτσι ώστε να αποτελεί ένα από τα ψηλότερα κτίρια της πόλης. Η απόλυτα συμμετρική πρόσοψή του έχει σήμερα αλλοιωθεί από νεώτερη προσθήκη εξώστη.
5. Κατοικία στην οδό Αρσενίου αρ. 3,5,7,9 (πλάι στο Μέγαρο του Μητροπολίτη) :
Κτίριο της οικογένειας Βαλσαμάκη που ανακατασκευάστηκε γύρο στο 1850. Η πρόσοψη του τετραώροφου κτιρίου που είναι ιδιαίτερα επιμήκης. Έχει τριμερή διάρθρωση, με προβολή του κεντρικού τμήματος. Από μια πλάγια πόρτα του κτιρίου υπάρχει πρόσβαση στο Ναό Της Λημνιώτισσας που βρίσκεται στο πίσω μέρος του.
Ένα από τα λίγα παραδείγματα της πόλης με χαρακτηριστικά των πολυκατοικιών του μεσοπολέμου (απλά κυβικά σχήματα, συμπαγείς εξώστες, οριζόντιο δώμα).
2. Κτίριο στην γωνία τον οδών Καποδιστρίου και Αγ. Πάντων αρ. 1 :
Ενδιαφέρον παράδειγμα μεγάρου με στοιχεία του όψιμου ιστορισμού: παραστάδες έντονου μανιεριστικού χαρακτήρα κ.λ.π. Αποτελεί μια εξωγενή στιλιστικά κατασκευή, κοινή αυτή την εποχή σε ανάλογα κτίρια μεγάλων αστικών κέντρων. 3. Κτίριο στην οδό Αρσενίου αρ. 37 (Μέγαρο Λάσκαρι) :
Εντυπωσιακό νεοκλασσικού χαρακτήρα ευμεγέθες τετραώροφο κτίριο του τέλους του 19ου αιώνα ή αρχών του 20ου. Η πρόσοψη διαμορφώνεται τριμερής. Οι επιφάνειες χωρίζονται με στοιχεία των ρυθμών. Το κεντρικό τμήμα τονίζεται με κυονοστήρικτους εξώστες και με μεγαλοπρεπή τοξωτή είσοδο στο ισόγειο.
4. Κτίριο στην γωνία τον οδών Αγ. Ελένης και 1ης παρ. Αγ. Ελένης :
Τριώροφη κατοικία με χαρακτηριστικά του όψιμου αθηναϊκού κλασικισμού: οργάνωση ανοιγμάτων σε ομάδες, πλαστικός διάκοσμος με κεραμικά στοιχεία κ.λ.π.
1. Πύλη Νέου Φρουρίου (1577) :
Η κύρια είσοδος του Νέου Φρουρίου, ιδιαίτερα μνημειώδες (στοιχεία τοσκανοδωρικόυ ρυθμού στους κίονες) έργο του Ferrante Vittelli μεγάλου στρατιωτικού αρχιτέκτονα που έκανε τα σχέδια της πρώτης περιτείχισης της πόλης.
2. Πύλη της Σπηλιάς :
Πρόκειται για την πύλη που οδηγούσε στο λιμάνι. Σώζεται ενσωματωμένη στο ομώνυμο στρατώνα, κτίριο που έχει υποστεί πολλές αλλοιώσεις.
3. Πύλη Αγ. Νικολάου :
Η δεύτερη πύλη που οδηγούσε στη θάλασσα. Ήταν άλλοτε ενσωματωμένη στο στρατιωτικό νοσοκομείο.
4. Στόμιο στέρνας στην πλατεία Κρεμαστή (1669) :
Κομψότατο στόμιο στέρνας με ανάγλυφο διάκοσμο. Δωρίθηκε στην Κοινότητα από των Αντώνιο Κοκκίνη και βρίσκεται στο κέντρο μίας από τις πιο όμορφες πλατείες της παλιάς πόλης που ανοίγεται μπροστά στην εκκλησία της Κρεμαστής στο Καμπιέλλο.
5. Κωδωνοστάσιο Ευαγγελισμού :
Πυργοειδές κωδωνοστάσιο, το μοναδικό σωζόμενο ακέραιο τμήμα της παλαιότητας Καθολικής Μονής του Ευαγγελισμού που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς του 1943. Έπειτα της κατασκευής του καθολικού της μονής. Σημείο αναφοράς της Παλιάς πόλης γνωστό και σαν ‘Νοτσιάδα’ από το ιταλικό όνομα της Μονής S.S Annunziata.
6. Περιστύλιο Maitland :
Μικρό κυκλικό μνημείο (‘ροτόντα’) στη Σπιανάδα, σε τύπο κυκλικού μονόπτερου ιωνικού ναού , χτισμένο προς τιμή του πρώτου Άγγλου Αρμοστή Maitland. Έργο του Άγγλου στρατιωτικού μηχανικού G. Whitemore από πέτρα Μάλτας, με γλυπτικό διάκοσμο του Κερκυραίου γλύπτη Προσαλένδη. Χτίστηκε πάνω από μια στέρνα της Βενετοκρατίας και εξακολούθησε για ένα διάστημα να έχει αυτή την ωφελιμιστική χρήση.
Τα βασικά υλικά δομής των Κερκυραϊκών κτιρίων είναι πέτρα, τούβλα και ξύλο.
Λατομεία βρίσκονται κυρίως στην ανατολική πλευρά του βουνού Παντοκράτορα στο βόρειο μέρος του νησιού (Σινιές, Νησάκι κ.λ.π.). Εκεί βγαίνει μία σκληρή ασβεστολιθική πέτρα λευκή και κοκκινωπή, κατάλληλη για λαξευτές τοιχοποιίες, πλακόστρωτες, πλαίσια κ.λ.π. (που χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά την βενετική περίοδο), αλλά και ασβεστολιθικά πετρώματα κατάλληλα για ασβέστη. Στο κεντρικό τμήμα του νησιού υπάρχουν επίσης μερικά λατομεία όπου βγαίνει ένα αμμώδες κιτρινωπό πέτρωμα και στο νότιο ένας κοκκινωπός πωρόλιθος. Στο νησί υπάρχει επίσης άμμος, άργιλος κ.λ.π. σε μεγάλη ποσότητα, δηλαδή αφθονία υλικού για την κατασκευή τούβλων και κεραμιδιών. Γνωστές είναι οι βιοτεχνίες παραγωγής τούβλων στο Μαντούκι ήδη από την περίοδο της βενετοκρατίας.
Οι Κερκυραίοι προμηθεύονται πέτρα και από την Ήπειρο και τους Παξούς (για πλακοστρώσεις , αλλά και την Τεργέστη (για σχετικά πολυτελείς κατασκευές π.χ. τζάκια).
Επί αγγλοκρατίας χρησιμοποιήθηκε και πέτρα Μάλτας. Συμπληρωματική εισαγωγή ξυλείας (δοκοί, σανίδες κ.λ.π. από έλατο και λάριζα) και φυσικά εισαγωγή σιδήρου γινόταν από την Τεργέστη και Βενετία την Ραγούζα, Φουμιέ κ.λ.π.
Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των χαμηλότερων κυρίως ορόφων. Οι τοίχοι γίνονταν από αργολιθοδομή και ήταν πάντοτε επιχρισμένοι. Ενίοτε εμφανίζεται στα κτίρια της βενετοκρατίας μικτή, δεύτερης ποιότητας, τοιχοποιία από τούβλα και πέτρα λατομείων ή ακόμα και συλλεκτή. Υπάρχουν ακόμη αρκετές τοιχοποιίες ασβεστοκονία. Λαξευτή τοιχοποιία χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα μόνο τμήματα της κατασκευής για λόγους στερεότητας αλλά και διακόσμησης (για την διαμόρφωση των γωνιών των κτιρίων , την κατασκευή γείσων πλαισίων τοξοστοιχειών κ.λ.π.) και μόνο ένα παράδειγμα της βενετοκρατίας κατασκευάστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από πέτρα (Σινιών).
Επί των Άγγλων γίνεται μεγαλύτερα χρήση λαξευτής τοιχοποιίας στην κατασκευή των ισογείων, ενώ πωρόλιθος Μάλτας χρησιμοποιήθηκε εξ ολοκλήρου για την κατασκευή του παλατιού και του μικρού κυκλικού μνημείου της Σπιανάδας ( που σχετίζονται με τον πρώτο Αρμοστή Sir. T. Maitland).
Οι τοίχοι των ανωτέρων ορόφων κατασκευάζονταν συνήθως από τούβλα. Τούβλα χρησιμοποιούσαν επίσης για την κατασκευή ανακουφιστικών τόξων, θολωτών κατασκευών αλλά και γείσων.