Σημαντικοί διανοούμενοι και πολιτικοί, ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, λόγιοι, στοχαστές, μουσικοί, αρχιτέκτονες συνυπήρξαν στην πόλη για πολλά χρόνια συντελώντας στην πνευματική αναγέννηση της Κέρκυρας. Με τον 19ο αι. το νησί θα καταξιωθεί σαν πνευματικό κέντρο ολόκληρης της Ελλάδας.
Διαβάζοντας τα παραπάνω ο αναγνώστης αναρωτιέται σε ποιο πολιτιστικό σύστημα ανταποκρίνονται όλα αυτά, ποιοι ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω. Με άλλα λόγια σε ποιο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα εντάσσεται η πόλη, η κουλτούρα των κατοίκων της, ποιες οι διαφορές από τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο;
Χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να αναφέρουμε δύο λόγια για το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης που βάρυνε όλη την εξέλιξη της ιστορίας του νησιού. Η γη ήταν κατανεμημένη σε φέουδα (μπαρονιές ή πρόνοιες) που ανήκαν ουσιαστικά στο δημόσιο και τις παραχωρούσε σε ιδιώτες ή στις Εκκλησίες. Το φεουδαλικό σύστημα διαιώνιζε για αιώνες έναν έντονο διαχωρισμό κοινωνικών τάξεων και τη στυγνή εκμετάλλευση των χωρικών από τους ιδιοκτήτες της γης, που έφθανε μέχρι και σε προσωπική αγγαρεία.
Ο κοινός πολιτιστικός κρίκος μεταξύ ιδιοκτητών γης (κυρίαρχης τάξης) χωρικών - καλλιεργητών και απλού λαού των "ποπολάρων" ήταν η θρησκευτική ζωή και τόσο η κερκυραϊκή ύπαιθρος, όσο και η πόλη είναι διάσπαρτες από εκκλησίες, κτισμένες είτε από άρχοντες, είτε από αδελφότητες .
Από την ομάδα των ιδιοκτητών της γης προερχόταν και η πολιτική αριστοκρατία. Πρόκειται για μια ομάδα ηγετική και κυρίαρχη στον κερκυραϊκό χώρο που κατά καιρούς έλαβε διάφορα ονόματα όπως πολίτες ευγενείς αστοί. Ήταν πολιτιστικά μεικτή αφού στους κόλπους της συνυπήρχαν Λατίνοι και Ορθόδοξοι. Ανάμεσά τους πολλοί ήταν οι "νομικοί" ή "νοτάριοι" που εκτός από ιδιοκτήτες γης, είναι και συμβολαιογράφοι αφού γνωρίζουν να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά και ιταλικά. Τα μέλη των οικογενειών των ευγενών αυτών αποτέλεσαν ένα κλειστό συμβούλιο κερδίζοντας το δικαίωμα αντιπροσώπευσης του νησιού προς τον πολιτικό του κυρίαρχο από τα τέλη του 14ου αιώνα είναι οι Βενετοί. Απόρροια αυτού του δικαιώματος ήταν η δυνατότητα εκλογής των μελών του Συμβουλίου σε ένα από τα πολυάριθμα αξιώματα που ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Η διοικητική και πολιτική πείρα αυτής της ομάδας θα αποτελέσει και την κύρια αιτία της επιβίωσης της μέσα στη Γαλλική διοίκηση του 1797-1799 καθώς και της επόμενης Ρωσοτουρκικής (1799-1807). Οι ίδιοι θα αποτελέσουν και το φιλοαγγλικό κόμμα την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας (1814-1864). Από τις τάξεις τους προήλθαν πολλοί σημαντικοί διανοούμενοι και πολιτικοί με εμβληματική ανάμεσα τους τη φυσιογνωμία του Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), αξιωματούχου της Ιονίου Πολιτείας, υπουργού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Ανάμεσα τους επίσης σημαντικοί άνθρωποι όπως ο ταξιδεμένος γραμματέας του αυτοκράτορα Καρόλου του Ε΄, Νίκανδρος Νούκιος, ο λόγιος Αντώνιος Έπαρχος, ένας πραγματικός εκπρόσωπος της Αναγέννησης, ο Νικόλαος Σοφιανός, γεωγράφος και αστρονόμος, οι θεολόγοι: Ιωαννίκιος Καρτάνος, Αλέξιος Ραρτούρος.
Η κερκυραϊκή παιδεία κυρίως εκφρασμένη ως τον 18ο αιώνα τουλάχιστον από τους κληρικούς της, θα είναι προσιτή στους αμόρφωτους και απλή ως προς τα εκφραστικά της μέσα αφού από νωρίς, από τον 16ο αιώνα θα προτιμήσει να εκφραστεί στην απλή γλώσσα. Θα την απασχολεί η νόηση των απλών ανθρώπων και θα αναζητεί την ισορροπία μεταξύ της ελληνικής κληρονομιάς και της βρετανικής παράδοσης. Το ίδιο το Συμβούλιο της πόλης θα πληρώνει από νωρίς δυο δασκάλους για τη μόρφωση των παιδιών της πόλης. Στην πόλη επίσης θα αναπτυχθούν μετά τον 17ο αιώνα φιλολογικές λέσχες και το θέατρο. Τον 18ο αιώνα, η Κέρκυρα θα δει να προέρχονται από τις τάξεις της κορυφαίοι στοχαστές της εποχής τους, όπως ο μεταφραστής του Βολταίρου, Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης, όπως επίσης και πολυάριθμους ιατροφιλόσοφους που καλλιεργούν ιδιαίτερα το κλίμα του διαφωτισμού. Το ρεύμα του αιώνα θα ολοκληρώσει ο επόμενος 19ος με το πέρασμα σε ένα γόνιμο ρομαντισμό που θα αξιοποιήσει τις πηγές της ενικής ιστορίας, την κριτική ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια. Κορυφαίες φυσιογνωμίες του κλίματος, ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος που ο καθένας από τη μεριά του εκφράζει το πνεύμα της εποχής που ήταν κυρίως η αναζήτηση και ο προσδιορισμός μιας εθνικής ταυτότητας.